Το τρίπτυχο της ελληνικής λύσης – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Το τρίπτυχο της ελληνικής λύσης

.

93

.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο κρατικός προϋπολογισμός και το εξωτερικό χρέος, αποτελούν τους τρεις βασικούς «πυλώνες» της οικονομίας μίας χώρας – οι οποίοι εγγυώνται την ασφάλεια, την ελευθερία, την εθνική της ανεξαρτησία και την ευημερία της.  

.

ο άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

Απαραίτητη προϋπόθεση στην Ελλάδα είναι η ίδρυση ενός σώματος δίωξης της πολιτικής και της κρατικής διαφθοράς, όπως το ΣΔΟΕ για τη φοροδιαφυγή, υπό την εποπτεία μίας πραγματικά ανεξάρτητης Δικαιοσύνης – έτσι ώστε να σταματήσει το έγκλημα που διενεργείται τόσα χρόνια, έχοντας οδηγήσει την πατρίδα μας στη χρεοκοπία“.

 .

Ανάλυση

Όλοι συμφωνούν σχετικά με το ότι, η Ελλάδα χρειάζεται ένα δικό της σχέδιο για να βγει από την κρίση. Το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να είναι τα μνημόνια της Τρόικας που επικαλείται η αξιωματική αντιπολίτευση (έστω με ένα διαφορετικό «μείγμα πολιτικής») και εφαρμόζει η κυβέρνηση. Η αιτία είναι το ότι, έχει τεκμηριωθεί απόλυτα η αποτυχία τους από πολλούς οικονομολόγους – ενώ φυσικά δεν απέδωσε ούτε το άλλο «μείγμα πολιτικής» του κ. Σαμαρά, ο οποίος τότε μόνο πέτυχε κάτι θετικό για την οικονομία μας, όταν δεν τήρησε το 2014 τα μέτρα των μνημονίων (ανάλυση).

Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα πρέπει να πετύχει τρία βασικά πράγματα: Ένα πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έναν πλεονασματικό προϋπολογισμό, καθώς επίσης τη μείωση των εξωτερικών χρεών του δημοσίου – όπου, με δεδομένο το ότι τα δημόσια χρέη μετά το PSI δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε τυχόν εθνικό νόμισμα, ενώ το ευρώ είναι ξένο νόμισμα για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, θα μπορούσαν να θεωρηθούν όλα ως εξωτερικά χρέη.

88

Εισαγωγικά εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, το συνολικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας υπολογιζόταν το 2015 (το 2016 είχε ένα μικρό πλεόνασμα) στα 296 δις € (γράφημα) – στα οποία όμως δεν συμπεριλαμβανόταν (α) το ονομαζόμενο κρυφό χρέος, ύψους περί τα 25 δις € – οι δυνητικές υποχρεώσεις του κράτους δηλαδή, στην περίπτωση καταπτώσεως των εγγυήσεων που είχε παράσχει σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, ούτε (β) οι εγγυήσεις για τις τράπεζες που είχαν κατατεθεί στην ΕΚΤ – για να καλύψουν μέρος του ELA μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται, λόγω του περιορισμού (των εκροών) των καταθέσεων των Ελλήνων.

Τέλος, από τα 296 δις € μόλις τα 15 δις € ήταν έντοκα γραμμάτια, άρα εσωτερικός δανεισμός – ενώ το μέσο σταθμικό επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνεται το δημόσιο χρέος ανέρχεται σήμερα στο 2% περίπου, άρα οι τόκοι υπολογίζονται στα 6 δις € ετησίως. Εκτός αυτού, από την τρίτη δανειακή σύμβαση ύψους 86 δις €, με την οποία παραδόθηκε η εθνική κυριαρχία της χώρας ολοκληρωτικά στους δανειστές, είχαν εισπραχθεί μόλις 13 δις € – συν 10 δις €, τα οποία έχουν μεν εγκριθεί για τις ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, αλλά έχουν κατατεθεί στο Λουξεμβούργο (η προδοσία και η ηλιθιότητα σε όλο τους το μεγαλείο). Σε ένα ΑΕΠ ύψους περί τα 176 δις € το χρέος ήταν στο 168% – ενώ στο ΑΕΠ του 2008 ύψους 233 δις € σε αγοραίες τιμές (πηγή) θα ήταν στο 127% (χαμηλότερο από της Ιταλίας και της Πορτογαλίας σήμερα).

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Περαιτέρω, για να εξασφαλισθεί ένα πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, θα πρέπει οι εξαγωγές να είναι υψηλότερες από τις εισαγωγές – γεγονός που σημαίνει πως είτε οι εξαγωγές θα πρέπει να αυξηθούν, είτε οι εισαγωγές να μειωθούν, είτε και τα δύο. Ο συνδυασμός αυτός τώρα επιτυγχάνεται συνήθως με την υποτίμηση του νομίσματος – όπου οι εξαγωγικές τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών (ο τουρισμός ανήκει εδώ) μειώνονται και άρα γίνονται πιο ανταγωνιστικά, ενώ οι εισαγωγές υποχωρούν επειδή ακριβαίνουν. Το πλεονασματικό ισοζύγιο δε αυξάνει το ΑΕΠ, ενώ το ελλειμματικό το μειώνει – αφού το ΑΕΠ είναι ίσο με τα εξής: Κατανάλωση + Επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + {Εξαγωγές – Εισαγωγές}.

Προϋποθέτει βέβαια την ύπαρξη προϊόντων στη χώρα αφού, εάν έχει αποψιλωθεί ο παραγωγικός ιστός, όπως έχει συμβεί στην Ελλάδα κυρίως ως αποτέλεσμα των μνημονίων, επιτυγχάνεται ακριβώς το αντίθετο – επειδή οι εξαγωγές δεν είναι εφικτές, η εγχώρια παραγωγή απαιτεί χρόνο και επενδύσεις, ενώ οι ακριβότερες εισαγωγές αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό τον πληθωρισμό, καταστρέφοντας τελικά το νόμισμα (όπως στην περίπτωση της Βενεζουέλας – άρθρο). Εν προκειμένω, ακόμη και αν η Ελλάδα είχε δικό της νόμισμα, δεν θα επέλυε τα προβλήματα της – πολύ περισσότερο με τόσο μεγάλα εξωτερικά χρέη, δημόσια και ιδιωτικά.

Μία δεύτερη προϋπόθεση είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, πάντοτε συγκριτικά με τα άλλα κράτη, η οποία δεν εξασφαλίζεται μόνο από την υποτίμηση του νομίσματος – άρα από τη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Απαιτούνται επί πλέον επενδύσεις σε νέα μηχανήματα, σε σύγχρονες παραγωγικές διαδικασίες κοκ. – όπου όμως, εάν έχει υπερχρεωθεί τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας της χώρας, οπότε έχουν χάσει και οι δύο την πιστοληπτική τους ικανότητα με αποτέλεσμα η οικονομία να είναι εγκλωβισμένη στην παγίδα ρευστότητας (=ακόμη και αν οι τράπεζες είναι υγιείς, δεν μπορούν να δανείσουν χρήματα μέσω των οποίων αυξάνεται η ρευστότητα, αφού δεν υπάρχουν αξιόχρεοι οφειλέτες), δεν διενεργούνται – οπότε η ανταγωνιστικότητα δεν αυξάνεται αρκετά. Εκτός αυτού η εκ των πραγμάτων μειωμένη ζήτηση ενός υπερχρεωμένου κράτους δεν προσελκύει επενδυτές – αφού ακόμη και αν παράγουν φθηνά δεν πρόκειται να πουλήσουν τα προϊόντα τους, με εξαίρεση τις εξαγωγές όπου εκμεταλλεύονται τη ζήτηση άλλων κρατών.

Εάν τώρα η χώρα δεν έχει δικό της νόμισμα, όπως η Ελλάδα, τότε δεν είναι σε θέση να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της μέσω της υποτίμησης και να αυξήσει τις εξαγωγές της, μειώνοντας τις εισαγωγές – άρα να παράγει πλεονάσματα στο ισοζύγιο της. Στην περίπτωση αυτή η μοναδική της δυνατότητα είναι η εσωτερική υποτίμηση, όπως έκανε η Γερμανία από το 2000 – η οποία δεν αύξανε τους μισθούς των εργαζομένων της ανάλογα με την παραγωγικότητα τους συν το συμφωνημένο πληθωρισμό με τους εταίρους της (1,9%).

89

Έτσι οι εξαγωγές της ήταν συγκριτικά φθηνότερες, ενώ οι εισαγωγές της χαμηλότερες, επειδή τα εισοδήματα των Πολιτών της ήταν μικρότερα – οπότε άρχισαν να αυξάνονται τα πλεονάσματα της (γράφημα). Φυσικά διέθετε παραγωγικό μηχανισμό, καθώς επίσης τη δυνατότητα διεξαγωγής επενδύσεων – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της ΕΚΤ που είχε προσαρμόσει τη νομισματική της πολιτική στη γερμανική οικονομία (ανάλυση).

Συνεχίζοντας, όταν μία χώρα που έχει το δικό της νόμισμα το υποτιμάει και αυξάνει τα πλεονάσματα της, τότε το νόμισμα αργά ή γρήγορα ανατιμάται – οπότε μειώνονται οι εξαγωγές και αυξάνονται οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα να υποχωρούν τα πλεονάσματα της. Στην περίπτωση αυτή, η μοναδική της δυνατότητα είναι η τεχνητή υποτίμηση του μέσω της κεντρικής της τράπεζας, η οποία κοστίζει πάρα πολλά σε συνάλλαγμα – εκτός του ότι αντιδρούν οι εμπορικοί της εταίροι, όπως στην περίπτωση της Κίνας, αναγκάζοντας την να «συμμορφωθεί».

Όταν όμως η πλεονασματική χώρα δεν έχει το δικό της νόμισμα, όπως η Γερμανία, είναι σε πολύ καλύτερη θέση, εάν οι εταίροι της είναι ελλειμματικοί ή/και υπερχρεωμένοι – επειδή τότε το κοινό νόμισμα υποτιμάται, χωρίς να δαπανάει συνάλλαγμα και χωρίς να αντιδρούν οι εμπορικοί της εταίροι. Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ τυπώνει πληθωριστικά χρήματα (QE) για να αντιμετωπισθεί η ύφεση των κρατών, στα οποία έχει επιβληθεί η πολιτική λιτότητας – ενώ δεν έρχεται σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες νομισματικές περιοχές που κάνουν το ίδιο (Η.Π.Α. και Κίνα). Έτσι το γερμανικό ευρώ παραμένει πάμφθηνο*, αυξάνοντας τις εξαγωγές της χώρας, χωρίς να απαιτείται πλέον εσωτερική υποτίμηση – οπότε τα πλεονάσματα κορυφώνονται.

Η Ελλάδα τώρα, η οποία δεν μπορεί να καλυτερεύσει την ανταγωνιστικότητα της παρά μόνο με την εσωτερική υποτίμηση, αφού δεν διενεργούνται επενδύσεις λόγω αυτών που έχουμε ήδη αναφέρει, είναι πολύ δύσκολο να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές της – οπότε η λύση για να παράγει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι η συνειδητή μείωση των εισαγωγών, μέσω της κατανάλωσης αποκλειστικά και μόνο ελληνικών προϊόντων (ότι δεν παράγεται στην Ελλάδα, θα έπρεπε να συνηθιστεί να μην καταναλώνεται – να ζούμε σαν να μην υπήρχε).

Επίσης η άνοδος του τουρισμού, όπου διενεργούνται επενδύσεις αφού η χώρα μας εκμεταλλεύεται τη ζήτηση άλλων κρατών – ενώ η εσωτερική υποτίμηση σε αυτόν τον κλάδο αυξάνει περισσότερο την ανταγωνιστικότητα του, συγκριτικά με τη βιομηχανία. Φυσικά πρόκειται για πολύ μικρές παρεμβάσεις, κυρίως επειδή ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση ούτε να δανεισθεί για να επενδύσει, ούτε να εξυπηρετήσει τα υφιστάμενα δάνεια του – κάτι που δεν συνέβαινε πριν από το έγκλημα της υπαγωγής της Ελλάδας στο ΔΝΤ.

Ιδιαίτερη σημασία θα έπρεπε να δοθεί στην πρωτογενή παραγωγή, η οποία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές τροφίμων – ενώ η ποιοτική γεωργία θα ήταν σε θέση να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές, εάν δεν φορολογούνταν οι αγρότες με τέτοιο εγκληματικό τρόπο. Τέλος, η ναυτιλία θα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει πάρα πολλά στην Ελλάδα, εάν δεν υπήρχαν οι έλεγχοι κεφαλαίων – καθώς επίσης εάν δημιουργούνταν καλύτερες προϋποθέσεις από αυτές που προσφέρει η Μ. Βρετανία, οι οποίες δεν έχουν σχέση πάντοτε με τη φορολογία.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading