Ανταγωνιστικότητα – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Ανταγωνιστικότητα

ΕΙΚΟΝΑ---Γερμανία,-Ευρώπη,-ανταγωνιστικότητα

Ο γερμανικός μερκαντιλισμός έχει αποτεφρώσει πρώτη την Ελλάδα, πυροδοτεί τη διάλυση της Ευρωζώνης, ενώ στη συνέχεια θα καταστρέψει και τη Γερμανία – εκτός εάν επαναστατήσουν οι εργαζόμενοι της, οι οποίοι είναι αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης

(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

Αρχείο – συλλογή διαχρονικών και εκπαιδευτικών αναλύσεων

..

Στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την εποχή της πρώτης παγκοσμιοποίησης (βιώνουμε τη δεύτερη σήμερα), η οποία κατέληξε στον παγκόσμιο πόλεμο του 1914, γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος – ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας, εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.

Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο των χωρών της Ευρώπης αλλά, επίσης, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτούμενου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου. Μέσω του συστήματος δε της ειρηνικής διείσδυσης (την οποία βιώνουμε ξανά σήμερα), έδινε στις χώρες αυτές όχι μόνο κεφάλαιο, αλλά και κάτι που δεν είχαν λιγότερο ανάγκη – την οργάνωση.

Όλη η Ευρώπη, ανατολικά του Ρήνου, περιήλθε κατ’ αυτόν τον τρόπο σε γερμανική βιομηχανική τροχιά, ενώ ο οικονομικός βίος των χωρών της προσαρμόσθηκε αναλόγως – έως ότου ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος κατέστρεψε τα πάντα (Keynes με παρεμβάσεις).

.

Ανάλυση

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η ανταγωνιστικότητα μίας οικονομίας είναι εντελώς διαφορετική από την παραγωγικότητα της – όπου διαιρούμε το ΑΕΠ της χώρας με τους εργαζομένους της (ανάλυση). Ουσιαστικά δε η Ελλάδα, χάνοντας 60 δις € ΑΕΠ, οδήγησε 1.200.000 Έλληνες στην ανεργία, με δεδομένη την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο στις 50.000 € ετησίως – γεγονός που σημαίνει πως για να αντιστραφεί η τάση, θα πρέπει να αρχίσει να αυξάνεται το ΑΕΠ (ανάπτυξη), έτσι ώστε ανά 50.000 € ετησίως να δημιουργείται μία νέα θέση εργασίας.

Η ανταγωνιστικότητα τώρα εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, εκτός από το εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας (επενδύσεις, επιτόκια, τεχνολογία κοκ.), ενώ είναι ένα συγκριτικό μέγεθος – με την έννοια πως δεν προσμετρείται ερευνώντας μόνο την ίδια τη χώρα, αλλά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες.

Για να κατανοήσει τώρα κανείς το θέμα, το οποίο συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, παρά την τεράστια μείωση των μισθών των εργαζομένων (άρθρο), επίσης της Ευρωζώνης λόγω κυρίως της πολιτικής dumping της Γερμανίας, βοηθάει το κάτωθι παράδειγμα, από τη διεθνή βιβλιογραφία (Flasbk. Economics):

Υποθετικά, η «χώρα Α» εξάγει κυρίως αυτοκίνητα, ενώ η «χώρα Β» φάρμακα – οπότε, σύμφωνα με την εντύπωση της πλειοψηφίας, οι δύο χώρες δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους, επειδή πουλούν εντελώς διαφορετικά προϊόντα. Εάν συνέβαινε λοιπόν κάτι τέτοιο, τότε η εξέλιξη των τιμών των προϊόντων στη μία χώρα, δεν θα είχε καμία σχέση με την αντίστοιχη στην άλλη – με την έννοια πως εάν τα αυτοκίνητα της «χώρας Α» γινόντουσαν ακριβότερα στις διεθνείς αγορές, δεν θα επηρεαζόντουσαν οι πωλήσεις των φαρμάκων της «χώρας Β».

Επομένως, με βάση αυτή τη λογική, θα ήταν λάθος να ισχυρισθεί κανείς πως η αύξηση των τιμών των αυτοκινήτων της «χώρας Α», λόγω της ανόδου του κόστους εργασίας, θα βοηθούσε τις εξαγωγές των φαρμάκων της «χώρας Β», τα οποία δεν θα είχαν ακριβύνει ανάλογα. Αντίθετα, θα ήταν επίσης λάθος, πάντοτε σύμφωνα με τις περιρρέουσες εντυπώσεις, να θεωρήσει κανείς πως η μείωση των τιμών των αυτοκινήτων της «χώρας Α», θα δημιουργούσε προβλήματα στις εξαγωγές των φαρμάκων της «χώρας Β», η οποία συνεχίζει να πουλάει στις ίδιες τιμές.

Ακόμη περισσότερο νομίζει κανείς πως εάν η «χώρα Α» είναι ανταγωνίσιμη, επειδή μπορεί να πουλάει τα αυτοκίνητα της φθηνότερα, λόγω του μειωμένου κόστους εργασίας, τότε θα είναι μόνο σε σχέση με εκείνες τις χώρες, οι οποίες πουλούν επίσης αυτοκίνητα – οπότε η «χώρα Α» δεν είναι υπεύθυνη για τη μείωση των εξαγωγών φαρμάκων της «χώρας Β», αφού δεν την ανταγωνίζεται μη παράγοντας φάρμακα.

.

Το μικροοικονομικό σφάλμα

Εν τούτοις, η παραπάνω εντύπωση των περισσοτέρων ανθρώπων είναι εντελώς λανθασμένη – οφείλεται δε στο ότι, τα γεγονότα ερμηνεύονται με τη λογική της μικροοικονομίας, η οποία έχει τα εξής μεγάλα σφάλματα μακροοικονομικά:

(α) Θεωρεί πως οι αγορές είναι μη συνδεδεμένες η μία με την άλλη και λειτουργούν ανεξάρτητα μεταξύ τους – έτσι ώστε, ειδικά η προσφορά και η ζήτηση, δεν είναι εξαρτημένες.

(β)  Αντιμετωπίζει μία οικονομία όπως μία επιχείρηση ή ένα απομονωμένο νοικοκυριό – η ιδιαίτερη συμπεριφορά του οποίου εξισορροπείται από τα υπόλοιπα.

Αυτό που ισχύει όμως είναι το ότι, εάν οι Πολίτες μίας χώρας θέλουν να αγοράσουν τα προϊόντα των άλλων χωρών, μπορούν να το κάνουν σε σταθερή, μακροπρόθεσμη βάση, μόνο εάν οι ίδιοι παράγουν προϊόντα, για τα οποία υπάρχει ζήτηση στο εξωτερικό.

Επομένως, εάν δεν μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν στο εξωτερικό, επειδή οι τιμές τους δεν είναι ανταγωνίσιμες, τότε έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν τα προϊόντα άλλων χωρών μόνο εάν δανείζονται – στο νόμισμα της χώρας φυσικά, η οποία τα παράγει (κάτι που συμβαίνει μέσω των τραπεζών, παρά το ότι δεν το παρατηρούμε). Αυτό ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα έως πρόσφατα (2013), με κριτήριο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (γράφημα) – οπότε ήταν εύλογη η υπερχρέωσή της.

.

ΓΡΑΦΗΜΑ-Ελλάδα, ισοζυγιο τρεχουσών συναλλαγών

.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading