Η θανατηφόρα διάγνωση – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η θανατηφόρα διάγνωση

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα

Τα πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, ευρίσκονται καθαρά στις εξαγωγές – αν και από μία διαφορετική οπτική γωνία, συγκριτικά με άλλα κράτη. Ειδικότερα, η χώρα μας διαθέτει τη μεγαλύτερη, καθώς επίσης την ανταγωνιστικότερη εμπορική ναυτιλία του πλανήτη – ενώ, λόγω της έξυπνης επενδυτικής συμπεριφοράς των εφοπλιστών της, είναι πολύ καλά τοποθετημένη για τα επόμενα δέκα χρόνια.

Εν τούτοις, η ναυτιλία δεν απεικονίζεται στατιστικά σωστά στην Ελλάδα – αφού είναι τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές μεγαλύτερη, τόσο όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όσο και το ΑΕΠ της χώρας. Παρά το ότι δε η συμμετοχή της στα φορολογικά έσοδα του δημοσίου είναι ελάχιστη, ωφελεί σε πολλούς άλλους τομείς την ελληνική οικονομία – οπότε θα έπρεπε να της δίνεται μεγαλύτερη σημασία.

Ο δεύτερος ισχυρότερος «εξαγωγικός» τομέας της Ελλάδας είναι ο τουρισμός, όπου μετά το 2000 εξέλιξε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποιότητα του – ενώ έχει φυσικά σημαντικές προοπτικές μελλοντικής ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα δε, «εξάγει» πολύ περισσότερες υπηρεσίες, από αυτές που καταγράφονται στο ισοζύγιο και στο ΑΕΠ.

Τα μειονεκτήματα τώρα της Ελλάδας είναι η επικέντρωση της, στον κλάδο των εξαγωγών, σε εξτρεμιστικά κυκλικούς (εποχιακούς) τομείς, η πολύ μεγάλη ενεργειακή της εξάρτηση, παράλληλα με το ότι οι εξαγωγές της είναι εντάσεως ενέργειας, καθώς επίσης οι δομικές αδυναμίες των θεσμικών της οργάνων (ανάλυση). Μεταξύ άλλων, υποφέρει και η κεντρική της τράπεζα – η οποία αφενός μεν ανήκει προσχηματικά (μόλις κατά 6%)  στο κράτος, αφετέρου είναι απόλυτα εξαρτημένη από την ΕΚΤ.

Συνεχίζοντας, από δεκαετίες τώρα η κεντρική τράπεζα υπολογίζει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εντελώς λανθασμένα – εγγράφοντας αστεία χαμηλές αξίες στον τομέα των εξαγωγών, όσον αφορά τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

Η μία αιτία έχει σχέση με τη φορολόγηση, καθώς επίσης με τις «κανονιστικές ρυθμίσεις» της εμπορικής ναυτιλίας, όπως και με το νομισματικό καθεστώς της Ελλάδας – ενώ η άλλη οφείλεται στην πολυπλοκότητα, ειδικά όσον αφορά τις στατιστικές στον τουρισμό εντός μίας νομισματικής ένωσης.

Μία τρίτη αιτία είναι ασφαλώς η «ανεπάρκεια» των δημοσίων υπηρεσιών, ενώ μία τέταρτη οι πολιτικές «σχέσεις εξουσίας» – κυρίως επειδή η πραγματική εξουσία της χώρας είναι οι εφοπλιστές, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι, αλλά ούτε και θέλουν να παρέχουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους που ασφαλώς δεν αφορούν μόνο τη ναυτιλία.

Η «κυκλικότητα» τώρα της ναυτιλίας, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις τιμές της ενέργειας, φάνηκε τη δεκαετία του 2000, όπου τα «κόμιστρα» κυριολεκτικά έφτασαν στα ύψη – ειδικά όσον αφορά τα δεξαμενόπλοια, καθώς επίσης τη μεταφορά μαζικών φορτίων, όπως ο λιγνίτης και τα σιδηρομεταλλεύματα, όπου τα έσοδα τους σχεδόν οχταπλασιάστηκαν μεταξύ των ετών 2002 και 2008.

Το γεγονός αυτό οδήγησε στην κατασκευή περισσοτέρων πλοίων, οπότε στη μεγάλη προσφορά, με αποτέλεσμα οι τιμές να μειωθούν στη συνέχεια έως και 90% σε σχέση με το 2008 – ενώ, παράλληλα, οι τιμές του πετρελαίου κορυφώθηκαν, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν το 60-80% επί των τιμών των συμβολαίων μεταφοράς, από το φυσιολογικό 20% που είναι συνήθως.

Εν τούτοις, η ελληνική ναυτιλία τα κατάφερε καλύτερα από όλες τις υπόλοιπες, αφού διενέργησε επενδύσεις έγκαιρα, πριν από την άνοδο των τιμών (κομίστρων) του 2002 – αγοράζοντας στη συνέχεια πλοία μετά το 2012, επειδή είναι οικονομικά ισχυρή, έχοντας τη δυνατότητα να συμμετέχει σε πλειστηριασμούς και καταναγκαστικές πωλήσεις πλοίων, οι ιδιοκτήτες των οποίων δεν επιβίωσαν από την κρίση.

Ολοκληρώνοντας, οι κατασκευές είναι ένας τρίτος βασικός εξαγωγικός πυλώνας, όσον αφορά τα έργα στο εξωτερικό, κυρίως στη Μέση Ανατολή – ενώ ακολουθούν πολλοί άλλοι μικρότεροι, με τους οποίους θα ασχοληθούμε σε μία επόμενη ανάλυση μας.

.

Η αποτυχημένη διάγνωση του ΔΝΤ

Σε γενικές γραμμές, η μεγαλύτερη αποτυχία της διάγνωσης του ΔΝΤ οφείλεται στο μη έλεγχο και στη μη διόρθωση των στατιστικών που αφορούν τη ναυτιλία – παρά το ότι γνώριζε από πολλά χρόνια πως οι εξαγωγές αυτού του κλάδου δεν καταγράφονται σωστά.

Λόγω του συγκεκριμένου γεγονότος, της εσφαλμένης διάγνωσης και μη διόρθωσης δηλαδή, τα λάθος απεικονισμένα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών οδήγησαν στην υιοθέτηση της λύσης της εσωτερικής υποτίμησης – η οποία έτσι και αλλιώς αποτελεί μία εσφαλμένη «θεραπεία» της κρίσης, έχοντας «εφευρεθεί» από τον επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το γνωστό μας από τις «συμβουλές» του κ. O. Blanchard.

Κατά πολλούς, η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης είναι η πλέον αποτυχημένη οικονομική θεωρία από τη δεκαετία του 1930 – η οποία δυστυχώς εφαρμόσθηκε σε όλη της την θανατηφόρα έκταση, σε «ακαριαίο» χρόνο, στο ελληνικό πειραματόζωο.

Ένα βασικό σφάλμα της είναι πως δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που ο ιδιωτικός τομέας είναι υπερβολικά χρεωμένος, απέναντι στις τράπεζες ή στο κράτος, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα – αφού τα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνονται, οπότε δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους που διαρκώς αυξάνονται.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις επιχειρήσεις, αφού η ζήτηση περιορίζεται, οπότε αντίστοιχα τα έσοδα και τα κέρδη τους – η εσωτερική υποτίμηση δε, συνδεόμενη εγκληματικά με τους υπερβολικούς φόρους, συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς ακόμη και την ισχυρότερη οικονομικά χώρα του πλανήτη. Ειδικότερα τα παρακάτω:

.

Η εσωτερική υποτίμηση

Σύμφωνα με τη θεωρία, οφείλουν (α) να μειώνονται δραστικά οι ονομαστικοί μισθοί και οι τιμές, έτσι ώστε να καλυτερεύει η ανταγωνιστικότητα της χώρας στις εξαγωγές, ενώ παράλληλα (β) να αυξάνεται η φορολογία, ιδίως η έμμεση όπως το ΦΠΑ, για να μειώνεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οπότε να περιορίζονται οι εισαγωγές. Κυρίως δε, για να προσανατολίζεται η οικονομία στις εξαγωγές, παράγοντας πλεόνασμα.

Αυτή είναι η θεωρία, με τη βοήθεια της οποίας υποτίθεται πως μπορούν να υποκατασταθούν τα αποτελέσματα που θα είχε η υποτίμηση ενός νομίσματος – όταν ένα κράτος δεν έχει το δικό του εθνικό νόμισμα. Στην πράξη όμως, συμπιέσθηκαν τα ονομαστικά εισοδήματα στο σύνολο της οικονομίας της Ελλάδας – στην οποία δεν λειτούργησε το σύστημα όπως, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία, επειδή

(α) η κύρια εξαγωγική βιομηχανία της (ναυτιλία, τουρισμός) είναι εντάσεως κεφαλαίου ή/και ενέργειας, ενώ πολύ λιγότερο εντάσεως εργασίας, καθώς επίσης

(β)  λόγω του ότι δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία στην εξυπηρέτηση των χρεών (επιτόκια, τοκοχρεολύσια) – τα οποία, αφού είναι ονομαστικά, δεν πληθωρίζονται δηλαδή όπως συμβαίνει με την υποτίμηση του νομίσματος, αυξάνονται τόσο τα ίδια, όσο και η εξυπηρέτηση τους, λόγω της δραστικής μείωσης των ονομαστικών εισοδημάτων (ουσιαστικά του αποπληθωρισμού που προκαλεί τη γνωστή «ύφεση ισολογισμών»).

Με τον τρόπο αυτά τα χρέη γίνονται δυσβάσταχτα, δεν μπορούν να πληρωθούν οι υποθήκες, τα δάνεια και οι φόροι, ενώ οι επιχειρήσεις είτε χρεοκοπούν, είτε μειώνουν δραστικά τις επενδύσεις και απολύουν μαζικά τους εργαζομένους τους – με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται η καταστροφή της οικονομίας της χώρας.

Συνεχίστε στη 3η σελίδα (…)

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading