Η κατάρρευση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας – The Analyst
Σχολιασμός Επικαιρότητας

Η κατάρρευση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας

.

182

.

Στις χώρες που κυβερνάει η Τρόικα, είναι αδιάφορο εάν έχουν εκλεγεί δεξιά, κεντρώα ή αριστερά κόμματα – αφού όποια παράταξη και αν ψηφισθεί, στο τέλος επιβάλλονται νέα μέτρα συρρίκνωσης της οικονομίας τους, με στόχο την εξυπηρέτηση των χρεών και την υφαρπαγή των περιουσιακών τους στοιχείων.   

.

“Για την περίοδο 2017-2018, η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας υποχωρεί κατά μία θέση, καταλαμβάνοντας την 87η μεταξύ 137 χωρών, σύμφωνα με την έκθεση του WEF. Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας του WEF αξιολογεί τις χώρες ανάλογα με την ικανότητά τους να διατηρήσουν ανάπτυξη με τα λιγότερα δυνατά εμπόδια, ωφελώντας τους πολίτες και το περιβάλλον. Η κακή επίδοση της χώρας μας επιβεβαιώνει την κυβερνητική ανικανότητα να δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να χάνει συνεχώς έδαφος έναντι των πλέον ανταγωνιστικών οικονομιών του κόσμου.

Η υπερβολική φορολόγηση, η γραφειοκρατία, η έλλειψη ρευστότητας, τα διαρκή εμπόδια στην επιχειρηματικότητα επιδεινώνουν το επενδυτικό κλίμα και δυσχεραίνουν τη θέση της Ελλάδας, σύμφωνα με την έκθεση. Στην αντίστοιχη περσινή αξιολόγηση, η Ελλάδα βρισκόταν στην 86η θέση. Να σημειωθεί ότι την περίοδο 2014 – 2015, βρισκόταν στην 81η θέση. Σήμερα, που η χώρα έχει ανάγκη από νέες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα αυξήσουν το Α.Ε.Π, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κατόρθωσε να ρίξει τη χώρα στα τάρταρα της παγκόσμιας κατάταξης ανταγωνιστικότητας, πίσω από τη Ρουάντα, τη Μποτσουάνα, το Τατζικιστάν και την Αλγερία (Ν. Μπακογιάννη, πηγή).

.

Άποψη

Αποτελεί σίγουρα μία πολύ κακή είδηση η συνεχιζόμενη πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας, παρά τις τρομακτικές μειώσεις των μισθών – άρα του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, το οποίο είναι ήδη από το 2014 ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη (πηγή). Φταίει όμως αλήθεια η σημερινή κυβέρνηση, παρά την αποδεδειγμένη ανεπάρκεια της;

Δεν έχει τεκμηριωθεί πως σε εκείνες τις χώρες που κυβερνάει η Τρόικα, είναι αδιάφορο εάν ψηφίζονται συντηρητικά, σοσιαλιστικά ή αριστερά κόμματα; Δεν ισχύει πως όποια παράταξη και αν εκλέγουν οι Πολίτες, στο τέλος επιβάλλονται νέα μέτρα συρρίκνωσης της οικονομίας (=μειώσεις δημοσίων δαπανών, αυξήσεις φόρων), με στόχο την εξυπηρέτηση των χρεών του κράτους και την υφαρπαγή των περιουσιακών τους στοιχείων, δημοσίων και ιδιωτικών; Δεν γνωρίζουμε πως όταν ένα υπερχρεωμένο κράτος δεν χρεοκοπεί επίσημα, χρεοκοπούν οι Πολίτες του, αφού αυτοί καλούνται να εξυπηρετήσουν τα χρέη του με τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία; Ότι μετατρέπονται παράλληλα σε φθηνούς σκλάβους χρέους των πιστωτών της χώρας, η οποία υποβιβάζεται σε προτεκτοράτο τους;

181

Περαιτέρω, είναι σήμερα μεγαλύτερη η γραφειοκρατία, σε σχέση με τις εποχές που κυβερνούσε το κόμμα της κυρίας Μπακογιάννη; Αφού ασφαλώς δεν είναι, όσο και αν την απεχθανόμαστε όλοι, τότε γιατί έχουν καταρρεύσει οι επενδύσεις συγκριτικά με τότε (γράφημα, απ’ ευθείας ξένες επενδύσεις); Επειδή αυξήθηκε η φορολογία; Εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί η Σουηδία με πολύ υψηλότερους φόρους, (γράφημα) ευρίσκεται στην 7η θέση της παγκοσμίου κατάταξης (πηγή), όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της;

179

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν είναι εξοντωτική η φορολογία για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα της φοροαποφυγής των ξένων, ειδικά τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας τους –  αφού πληρώνουν 29% φόρο εισοδήματος, 29% προκαταβολή, 27% περίπου ασφαλιστική εισφορά του διαχειριστή τους, συν 15% για τα μερίσματα (οπότε 100%!). Εν τούτοις, το μεγάλο τους πρόβλημα δεν είναι τόσο το πόσο θα πληρώσουν για τα κέρδη τους, αλλά το ότι δεν έχουν κέρδη!

Γιατί δεν έχουν; Προφανώς επειδή η ζήτηση/κατανάλωση και άρα ο τζίρος τους μειώνονται συνεχώς, οπότε αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα τους. Γιατί περιορίζεται η ζήτηση; Λόγω του ότι οι αμοιβές των εργαζομένων, τα εισοδήματα όλων, τα κέρδη των επιχειρήσεων και οι συντάξεις έχουν καταρρεύσει, ως αποτέλεσμα των μνημονίων – ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται η αγοραστική τους δυνατότητα από τους νέους φόρους, όπως ο ΕΝΦΙΑ, από τις αυξήσεις των τιμών λόγω υψηλότερου ΦΠΑ, από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους κοκ.

Όταν μειώνεται όμως η ζήτηση και οι επιχειρήσεις καταγράφουν ζημίες, είναι ποτέ δυνατόν να διενεργηθούν επενδύσεις; Γιατί να ιδρυθεί μία νέα βιοτεχνία ενδυμάτων, για παράδειγμα, όταν αυτές που ήδη υπάρχουν δεν μπορούν να πουλήσουν όλα τα προϊόντα που είναι σε θέση να παράγουν; Μήπως για να εξάγει τα προϊόντα της, εκμεταλλευόμενη τη ζήτηση του εξωτερικού; Έχει τη δυνατότητα, όταν όλες οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης προσπαθούν με τον ίδιο τρόπο, με την αύξηση των εξαγωγών τους δηλαδή και με τα πλεονάσματα των ισοζυγίων τους, να επιλύσουν τα παρεμφερή προβλήματα τους;

Ακόμη και να μην ήταν έτσι, είναι δυνατόν να ανταγωνισθεί μία ελληνική εταιρεία τις  ξένες, έχοντας υψηλότερο κόστος δανεισμού, ενέργειας, πρώτων υλών κοκ.; Φτάνει μόνο η μείωση των μισθών για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, όταν το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος υπολογίζεται ακόμη και στη γερμανική βιομηχανία στο 21,4% του συνολικού, κατά μέσον όρο; (πηγή). Όταν δεν μπορεί να διενεργήσει επενδύσεις σε μηχανήματα και σε νέες παραγωγικές διαδικασίες για να μειώσει το υπόλοιπο κόστος (78,6%), επειδή δεν έχει κέρδη, δεν βρίσκει χρηματοδότηση από τις χρεοκοπημένες τράπεζες ή τα επιτόκια δανεισμού είναι υπερβολικά υψηλά;

177

Σε κάθε περίπτωση, το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος στην Ελλάδα είναι λιγότερο από το μισό σε σχέση με χώρες, όπως η Δανία και το Βέλγιο, ήδη από το 2014 (γράφημα) – χωρίς όμως να έχει αυξήσει την ανταγωνιστικότητα, όπως διαπιστώθηκε από την παγκόσμια κατάταξη μας. Όσον αφορά δε το κόστος εργασίας ανά ώρα στην ΕΕ το 2015 κυμαινόταν από 3,80 € στη Βουλγαρία έως 40,30 € στη Δανία – όπου βέβαια γνωρίζει κανείς ποιά από τις δύο χώρες είναι πιο ανταγωνιστική.

Περαιτέρω, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, αφού δεν είναι σε θέση οι Έλληνες να επενδύσουν, τότε θα έπρεπε να διευκολύνουν τους ξένους. Ποιός όμως επενδύει σε μία υπερχρεωμένη χώρα, τόσο όσον αφορά το δημόσιο τομέα της, όσο και τον ιδιωτικό, ακόμη και αν είχε μηδενική γραφειοκρατία ή ένα τέλειο επιχειρηματικό/φορολογικό πλαίσιο; Σε ένα κράτος που μειώνεται η ζήτηση συνεχώς, αυξάνονται οι επισφάλειες (=κόκκινα δάνεια), ενώ οι τράπεζες του είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένες; Κανένας!

Εκτός βέβαια από τους κερδοσκόπους, οι οποίοι εξαγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τις δημόσιες επιχειρήσεις, συνήθως τις κοινωφελείς κερδοφόρες, αυξάνοντας αμέσως μετά τις τιμές του νερού, του ηλεκτρικού, των τελών των αεροδρομίων, των εισιτηρίων κοκ. – τονίζοντας πως οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι νέες επενδύσεις. Επίσης εκτός από εκείνους τους διεθνείς ομίλους που θέλουν να λειτουργούν ασύδοτα – χωρίς να εμποδίζονται από περιβαλλοντικούς κανόνες, από εργατικές νομοθεσίες ή από οτιδήποτε άλλο ισχύει στις δικές τους «πολιτισμένες» χώρες.

Όσον αφορά τώρα την έλλειψη ρευστότητας που ανέφερε η κυρία Μπακογιάννη, ασφαλώς δεν οφείλεται στη σημερινή κυβέρνηση, η οποία άλλωστε δεν είναι αυτή που υπερχρέωσε τη χώρα πριν το 2009 με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να δανείζεται –  αλλά μεταξύ άλλων στο δικό της κόμμα, στην πολιτική διαφθορά και στη διαπλοκή. Για το μεγαλύτερο μέρος του περιορισμού της ρευστότητας (90%) πάντως, αυτό δηλαδή που δημιουργείται μέσω του δανεισμού από τις εμπορικές τράπεζες (ανάλυση), υπεύθυνες είναι οι κυβερνήσεις μετά το 2009 – αφού σε αυτές οφείλεται η χρεοκοπία του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος έως τότε ήταν υγιέστατος, έχοντας ένα από τα χαμηλότερα χρέη στην Ευρώπη.

Πού έχει δίκιο τώρα η τομεάρχης οικονομίας (η οποία υποτίθεται από τη θέση της πως είναι γνώστης των μακροοικονομικών), όσον αφορά τις κατηγορίες εναντίον της σημερινής κυβέρνησης; Στο ότι έχει επίσης υποταχθεί στην καταστροφική πολιτική των μνημονίων που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από την Τρόικα, «προδίδοντας» χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό τους ψηφοφόρους της – όπως άλλωστε όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Μοναδική εξαίρεση η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά το 2014, όπου δεν τήρησε το μνημόνιο – με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία για πρώτη φορά μετά από σχεδόν έξι χρόνια, οπότε να διαφανούν κάποιες μελλοντικές προοπτικές (ανάλυση).

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει σήμερα κάποια λύση για την Ελλάδα – εφαρμόζοντας την πολιτική των μνημονίων, έτσι ώστε να μην υποστούν οι Έλληνες τις εξαιρετικά οδυνηρές συνέπειες μίας χρεοκοπίας. Κατά την άποψη μας, χωρίς την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, έτσι ώστε να διαγραφεί ένα αντίστοιχο του ιδιωτικού, οπότε να ανακτηθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, καθώς επίσης χωρίς την κατάργηση των μνημονίων, δεν υπάρχει καμία βιώσιμη λύση – με την έννοια της ανάκτησης της εθνικής μας κυριαρχίας, της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μας.

Ακόμη δε και ο πιο ανόητος οικονομολόγος γνωρίζει ότι, οι πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη μία χώρα δεν δρομολογούνται ποτέ εν μέσω βαθιάς ύφεσης, πόσο μάλλον όταν διαρκεί ήδη οκτώ χρόνια – αφού οι άνθρωποι δεν είναι τότε πρόθυμοι να τις στηρίξουν, με την απαισιοδοξία να μην τους επιτρέπει καν να δραστηριοποιηθούν σωστά, όπως οφείλουν.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading