Η λογική του Keynes – The Analyst
ΑΠΟΨΕΙΣ & ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η λογική του Keynes

John Maynard Keynes

Η καλύτερη επένδυση των πλουσίων μίας χώρας, εφόσον δεν σχεδιάζουν να την εγκαταλείψουν, είναι η πληρωμή υψηλότερων φόρων και μισθών – υπό την προϋπόθεση της υγιούς και έντιμης λειτουργίας της Πολιτείας

.

Ο Keynes ήταν αναμφίβολα ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος – γεγονός που εμείς τουλάχιστον δεν συμπεραίνουμε τόσο από το εξαιρετικά αξιόλογο οικονομικό του έργο, όσο από το ότι κατάφερε να αποκτήσει παράλληλα μεγάλη περιουσία, κυρίως επενδύοντας σωστά τα χρήματα του, παραμένοντας έντιμος και πατριώτης.

Αυτό που βέβαια μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι ο πλούτος του ή ο τρόπος απόκτησης του, αλλά το ότι γνώριζε και σεβόταν τις ανησυχίες των πλουσίων – μία εκ των οποίων είναι η ασφάλεια των χρημάτων τους, με την έννοια της σωστής τοποθέτησης τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σίγουρα ενδιαφέρουσες οι σκέψεις του, με βάση τις οποίες η καλύτερη επένδυση των πλουσίων μίας χώρας, εφόσον δεν σχεδιάζουν να την εγκαταλείψουν, είναι η πληρωμή υψηλότερων φόρων και μισθών – φυσικά υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης ενός σταθερού και ορθολογικού φορολογικού πλαισίου, ενός «φιλικού», μη γραφειοκρατικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς επίσης μίας μη διεφθαρμένης πολιτικής ηγεσίας, η οποία να έχει την εμπιστοσύνη των Πολιτών.

Με την πρώτη ματιά βέβαια, η σκέψη αυτή φαίνεται ανόητη – αφού τόσο οι φόροι, όσο και οι αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων, μειώνουν τα καθαρά έσοδα των πλουσίων. Εν τούτοις, εάν δινόταν η απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι, τα υπερβάλλοντα χρήματα, αυτά δηλαδή που δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών, δεν έχουν αξία (αυτού καθαυτού), ενώ η ασφαλής επένδυση τους δεν είναι καθόλου εύκολη, ίσως κατανοούσαμε τη συγκεκριμένη σκέψη.

Ειδικότερα, η «τοποθέτηση» τους στο κράτος (φόροι), καθώς επίσης στους εργαζομένους (μισθοί) έχει ένα σημαντικότατο πλεονέκτημα, το οποίο τελικά πολλαπλασιάζει τα επενδυμένα χρήματα: το ότι τόσο το κράτος, όσο και οι φτωχοί εργαζόμενοι, δεν αποταμιεύουν τα επί πλέον χρήματα που εισπράττουν αλλά, αντίθετα, τα καταναλώνουν σχεδόν αμέσως.

Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται γενικότερα η ζήτηση, η οποία κάνει συμφέρουσες τις επενδύσεις στην παραγωγή – στην πραγματική οικονομία λοιπόν, αντί στις χρηματιστηριακές αγορές, όπου οι συνήθεις φούσκες που προκαλούνται καταστρέφουν κυρίως τους πλουσίους. Αυτό δεν αφορά μόνο τα ελλειμματικά κράτη, αλλά και τα πλεονασματικά – τα οποία αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, από τα ίδια τα πλεονάσματα τους.

Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Γερμανίας – ερμηνεύοντας ταυτόχρονα την αιτία της αύξησης του δικού της χρηματιστηριακού δείκτη (DAX), σε επίπεδα ρεκόρ (προηγούμενο κείμενο):

 .

Η ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Μόνο το 2012, το πλεόνασμα της Γερμανίας έφτασε τα 188 δις € – ενώ από την αρχή της παρούσης χιλιετίας έχει ανέλθει στα συνολικά 2 τρις €. Ουσιαστικά βέβαια, τα πλεονάσματα είναι αποταμιεύσεις – αφού πουλάει κανείς προϊόντα στο εξωτερικό, λαμβάνοντας έναντι αυτών χρήματα, τα οποία όμως δεν ξοδεύει.

Περαιτέρω, όταν τα πλεονάσματα αυξάνουν τις αποταμιεύσεις στη Γερμανία, στις ελλειμματικές χώρες συμβαίνει το αντίθετο: επειδή εισάγουν περισσότερα προϊόντα από αυτά που εξάγουν, αναγκάζονται να δανεισθούν από το εξωτερικό για να τα πληρώσουν.

Στην προκειμένη περίπτωση, ένας από τους μεγάλους πιστωτές ήταν η Γερμανία – η οποία υποχρεωνόταν κατά κάποιον τρόπο να δανείζει τα χρήματα που της περίσσευαν, από τα πλεονάσματα που συσσώρευε κάθε χρόνο, για να έχουν τη δυνατότητα οι ελλειμματικές χώρες να συνεχίζουν να αγοράζουν τα προϊόντα της.

Κάποια στιγμή όμως, τόσο τα κράτη στο εξωτερικό, όσο και οι επιχειρήσεις τους υπερχρεώθηκαν – με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους απέναντι στη Γερμανία. Στα πλαίσια αυτά, οι Γερμανοί ιδιώτες έχουν χάσει το ποσόν των 600 δις € μεταξύ των ετών 2006 και 2012 – δηλαδή, το ένα τρίτο σχεδόν των συνολικών πλεονασμάτων της χώρας τους, από το έτος 2000.

Το ποσόν αυτό θα αυξηθεί ενδεχομένως ακόμη περισσότερο, εάν κράτη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ. αθετήσουν τις πληρωμές των ομολόγων δανεισμού τους – αδυνατώντας με τη σειρά τους να ανταπεξέλθουν, όταν ο ιδιωτικός τους τομέας καταρρέει.

Συνεχίζοντας οι Γερμανοί ιδιώτες, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο να χάσουν ακόμη περισσότερα χρήματα, έχουν πάψει πλέον να δανείζουν το εξωτερικό. Επομένως, περιορίζονται οι εξαγωγές τους, οπότε το ΑΕΠ της χώρας τους, τα έσοδα της κοκ.

Από την άλλη πλευρά όμως, τα χρήματα που παραμένουν στο εσωτερικό της Γερμανίας πρέπει είτε να επενδυθούν, είτε να δανεισθούν σε άλλες επιχειρήσεις ή νοικοκυριά – κάτι που φυσικά είναι δύσκολο, αφού

(α)  κανένας δεν επενδύει όταν μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης, λόγω περιορισμού των εξαγωγών  – η γερμανική οικονομία αυξάνεται με ρυθμό μόλις 0,5%,

(β) τα επιτόκια δανεισμού στο εσωτερικό είναι υπερβολικά χαμηλά (άρα μη κερδοφόρα), λόγω της μεγάλης προσφοράς, ενώ

(γ)  οι Γερμανοί πολίτες είναι σχεδόν φανατικοί αποταμιευτές, προτιμώντας τις τραπεζικές καταθέσεις σε μετρητά, από οτιδήποτε άλλο.

Σας αποτέλεσμα των παραπάνω, οι γερμανικές τράπεζες υποχρεώνονται να αναλαμβάνουν υψηλά ρίσκα, έχοντας στη διάθεση τους πολλά χρήματα.

Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, τα χρήματα καταλήγουν είτε στην αγορά ακινήτων, δημιουργώντας φούσκα (κατά την κεντρική τράπεζα της χώρας, η φούσκα υπολογίζεται στο 20% της αξίας των ακινήτων), είτε στα χρηματιστήρια.

Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο βασικός δείκτης μετοχών (DAX) έχει φτάσει στα επίπεδα ρεκόρ των 9.000 μονάδων – χωρίς όμως να οφείλεται στα πακέτα ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Η.Π.Α. κοκ.), αφού ο δανεισμός είναι σχεδόν μηδενικός.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading