.
Οι Η.Π.Α. έχουν «εγκλωβιστεί», έχουν θαφτεί ζωντανές κατά κάποιον τρόπο, στην «παγίδα της ποσοτικής διευκόλυνσης» (QE-trap) – με ελάχιστες πιθανότητες διαφυγής. Σε μία τέτοια παγίδα οδηγείται η κεντρική τράπεζα όταν, στην προσπάθεια της να αυξήσει τη ρευστότητα, αγοράζει μακροπρόθεσμα ομόλογα – με αποτέλεσμα, εκείνη την περίοδο, να μειώνονται τα αντίστοιχα επιτόκια, με μία «τάση» μεγαλύτερη της φυσιολογικής.
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ανακάμπτει, επιστρέφοντας γρηγορότερα στα προηγούμενα επίπεδα – αν και κανείς δεν μπορεί να καθορίσει επακριβώς το ύψος, πολύ λιγότερο δε το πόσο μπορεί να διατηρηθεί.
Εν τούτοις, όταν η ανάπτυξη επανέρχεται, αυξάνονται γρήγορα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια (σχήμα Ι) – επειδή οι αγοραστές ομολόγων φοβούνται ότι, η κεντρική τράπεζα θα αρχίσει να περιορίζει τη ρευστότητα.
.
.
Με ένα απλό παράδειγμα, είναι σαν να ευρίσκεται κανείς στη λωρίδα προσπέρασης (στην προκειμένη περίπτωση η οικονομία, σε πορεία ανάπτυξης), όπου ξαφνικά υποχρεώνεται να σταματήσει να πατάει το γκάζι (μείωση του QE), αδυνατώντας να ξεπεράσει το διπλανό αυτοκίνητο.
Η αύξηση τώρα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων μειώνει τη ζήτηση σε εκείνες τις αγορές, οι οποίες είναι «επιτοκιακά ευαίσθητες», όπως στα δάνεια αυτοκινήτων και ακινήτων – με αποτέλεσμα να περιορίζεται ανάλογα ο ρυθμός ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την κεντρική τράπεζα να αυξήσει ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα, να ανοίξει λοιπόν ακόμη πιο πολύ τη βρύση, για να μειώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια – οπότε η όλη διαδικασία ξεκινάει από την αρχή, επαναλαμβανόμενη συνεχώς.
Από την άλλη πλευρά, το βασικό πρόβλημα της οικονομίας παραμένει ως έχει – αφού βιώνουμε μία εποχή υπερχρέωσης κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα της υπερχρέωσης δεν είναι μόνο η συνεχής πιστωτική συρρίκνωση, αλλά και η αδυναμία ανάπτυξης του παγκοσμίου εμπορίου – όπου τόσο οι εισαγωγές, όσο και οι εξαγωγές εμφανίζουν σοβαρά σημάδια κόπωσης (σχήμα ΙΙ).
.
.
Το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά 0,8% τον Αύγουστο, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ η βιομηχανική παραγωγή παγκοσμίως αυξήθηκε μόλις κατά 0,3%. Στις περισσότερες μεγάλες περιοχές του πλανήτη, με εξαίρεση τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία, οι εισαγωγές μειώθηκαν – όπως επίσης οι εξαγωγές των αναπτυσσομένων οικονομιών.
Οι «υποσχέσεις» λοιπόν του αμερικανού προέδρου, σύμφωνα με τις οποίες θα διπλασιαζόταν οι εξαγωγές της υπερδύναμης εντός μόλις πέντε ετών, είναι καταδικασμένες να διαψευσθούν – επειδή δεν μπορούν όλες οι χώρες μαζί να αυξάνουν τις εξαγωγές τους, ειδικά σε ένα τέτοιο παγκόσμιο περιβάλλον (κάτι που ισχύει και για την Ευρώπη, αφού διαφορετικά αποτυγχάνει η πολιτική λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία).