Το τέταρτο Ραϊχ και η Ελλάδα – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Το τέταρτο Ραϊχ και η Ελλάδα

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελείται από μέρος προηγουμένων, ενώ είναι εμπλουτισμένο με νέα στοιχεία – κυρίως στην εισαγωγή του. Χρησιμοποιήθηκε σε μία πρόσφατη ομιλία μας, στα πλαίσια μίας εκδήλωσης που αφορούσε τα προβλήματα της χώρας μας από τη γερμανική εισβολή.

Ίσως οφείλει να σημειώσει κανείς εδώ ότι, όπως υπάρχει μία «άγραφη συμφωνία» (consensus) μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσον αφορά τη «νομή» της εξουσίας (στην οποία «εναλλάσσονται», ενώ συμμετέχουν και ορισμένα ΜΜΕ), υπάρχει μία αντίστοιχη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη – με περιοχές «νομής» τις ασθενέστερες χώρες. 

(To άρθρο αποτελείται από 4 Σελίδες)

.(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

Ανάλυση 

Εάν θέλει να ερευνήσει κανείς τα σχέδια της πρωσικής κυβέρνησης σε σχέση με την Ευρώπη, με την Ελλάδα ειδικότερα, έτσι ώστε να ασχοληθεί με τον τρόπο αντιμετώπισης της εισβολής της, να αμυνθεί όσο καλύτερα γίνεται δηλαδή, οφείλει να ξεκινήσει από την περιγραφή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ίδια η Γερμανία – αφού οι στόχοι της είναι σε συνάρτηση με τους συγκεκριμένους προβληματισμούς της.

Φυσικά δεν πρόκειται να τους πετύχει, αφού ποτέ δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα «Ράιχ», μία αποικιακή αυτοκρατορία καλύτερα –  κυρίως επειδή αργεί στις επεκτατικές κινήσεις της, τα θέλει όλα δικά της, αποθρασύνεται εύκολα, χάνει τους συμμάχους της και γίνεται υπερβολικά βίαιη.

Στην εισαγωγή της ανάλυσης μας θα κάνουμε μία μικρή ιστορική αναδρομή, αναφορικά με την πορεία του γερμανικού πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – το οποίο έφερε τη χώρα στη σημερινή πλεονεκτική της θέση, απέναντι στους «εταίρους» της. Στο σημείο αυτό θα τοποθετηθούμε στο εάν θα μπορούσε, καθώς επίσης στο εάν θα έπρεπε να είχε κάνει τα ίδια και η Ελλάδα, όταν αποφάσισε να συμμετέχει στην Ευρωζώνη.

Αμέσως μετά θα αναφερθούμε περιληπτικά στις δυσχέρειες της Γερμανίας, τεκμηριώνοντας ότι «πρόκειται για έναν οικονομικό γίγαντα, ο οποίος στηρίζεται σε πήλινα πόδια». Στη συνέχεια θα αναπτύξουμε τα σχέδια της, ολοκληρώνοντας με ορισμένες σκέψεις που αφορούν τον τρόπο αντιμετώπισης της εκ μέρους μας.

.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΟΣ

Η Γερμανία, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχε υψηλά πλεονάσματα, όπως μέχρι πρόσφατα η Κίνα – ενώ την ξεπερνούσε τότε μόνο η Ιαπωνία (πηγή: BIS). Μετά την ένωση της όμως, την οποία ακολούθησε μία εκρηκτική οικοδομική δραστηριότητα που χρηματοδότησε, στο μεγαλύτερο μέρος της, με τη συσσωρευμένη περιουσία της στο εξωτερικό, τα πλεονάσματα της εκμηδενίσθηκαν.

Από το 1991 και μετά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ήταν ελλειμματικό – έως το 2002, όπου άρχισε να γίνεται πλεονασματικό, με τις εξαγωγές να συμβάλλουν στο 50% του ΑΕΠ. Η επιτυχία της αυτή οφείλεται στη συμφωνία που επετεύχθη με τα εργατικά συνδικάτα στα τέλη του 1990, με βάση την οποία οι αυξήσεις των μισθών ήταν σταθερά χαμηλότερες από την παραγωγικότητα των εργαζομένων.

Αμέσως μετά ακολούθησε η «Agenda 2010» από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, με μεγάλες αλλαγές στις συνθήκες εργασίας. Στην «Agenda 2010» οφείλεται η μείωση έκτοτε των πραγματικών αμοιβών, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνονταν – γεγονός που λειτούργησε θετικά στην ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας (Διάγραμμα)

.

Μείωσεις μισθών Γερμανίας

Στην «Agenda 2010» οφείλεται η μείωση έκτοτε των πραγματικών αμοιβών, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνονταν.
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)

Περαιτέρω, το άνοιγμα των αγορών, καθώς επίσης η υιοθέτηση του ευρώ, βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό τη Γερμανία – επειδή οι εξαγωγές της, οι οποίες ήταν κατά 70% στην ΕΕ, έπαψαν να αντιμετωπίζουν συναλλαγματικούς κινδύνους στο μεγαλύτερο μέρος τους (Ευρωζώνη).

Εκτός αυτού οι τράπεζες της, πριν την δημιουργία της Ευρωζώνης, δεν ήταν σε θέση να «ανακυκλώσουν» πλεονάσματα υψηλότερα του 4% (από μακροοικονομικής πλευράς, απέναντι σε κάθε πλεόνασμα υπάρχει μία αντίστοιχη αύξηση των απαιτήσεων στο εξωτερικό) – επειδή οι υπερβαίνουσες τοποθετήσεις ξεπερνούσαν τα ποσά που ήταν διατεθειμένες να επενδύσουν εκτός Γερμανίας οι επιχειρήσεις, καθώς επίσης οι ασφαλιστικές εταιρείες. Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι «χονδρικές» πωλήσεις, οι εξαγωγές στην προκειμένη περίπτωση, είναι συνδεδεμένες με πιστώσεις – οι οποίες συνήθως, όπως συμβαίνει και με τις εταιρείες, διαμορφώνονται μεταξύ 50% και 100% του ετήσιου τζίρου.

Επειδή τώρα οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν επένδυαν στο εξωτερικό πάνω από το 4% των πλεονασμάτων, προκαλούταν αύξηση της ισοτιμίας του μάρκου – γεγονός που μείωνε την ανταγωνιστικότητα της χώρας, ενώ υποτιμούσε τα περιουσιακά στοιχεία της στο εξωτερικό, «εκπεφρασμένα» σε γερμανικά μάρκα.

Μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης όμως, αφενός μεν αυξήθηκαν τα ποσά που μπορούσαν να «ανακυκλώνουν» οι τράπεζες (επειδή οι επιχειρήσεις θεωρούσαν αμελητέο τον κίνδυνο απώλειας των τοποθετήσεων τους στην Ευρώπη), αφετέρου δεν υποτιμούταν τα περιουσιακά στοιχεία τους στην Ευρωζώνη, λόγω του ότι ήταν επίσης σε ευρώ. Φυσικά δε το «γερμανικό ευρώ» δεν ανατιμούταν, οπότε δεν μειωνόταν η ανταγωνιστικότητα της χώρας – αντίθετα, το νόμισμα διατηρούταν σε χαμηλά επίπεδα, λόγω της αδυναμίας των υπολοίπων εταίρων της.

Εκτός των παραπάνω, από το 2002 και μετά αυξανόταν συνεχώς το μερίδιο των κερδών των επιχειρήσεων της χώρας στο ΑΕΠ, εις βάρος των μισθών των εργαζομένων – με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις, οι οποίες το 2000 χρειαζόταν πιστώσεις ύψους 6% του ΑΕΠ, να μεταβληθούν από οφειλέτες σε δανειστές. Αντί να δανείζονται χρήματα δηλαδή, δάνειζαν, με το κόστος χρηματοδότησης τους να μετατρέπεται σε κέρδος, από τη χρηματοδότηση άλλων.

Αυτό προκάλεσε με τη σειρά του την αύξηση των επενδύσεων στο εξωτερικό (αντί στο εσωτερικό) εκείνων των επιχειρηματικών κερδών, τα οποία προέρχονταν από τις αλλαγές στην εργατική νομοθεσία – καθώς επίσης από τις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων.

Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν το ότι, οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, λόγω των χαμηλών επιτοκίων, καθώς επίσης των μεγαλυτέρων δυνατοτήτων δανεισμού τους, αύξησαν υπερβολικά τόσο τις επενδύσεις, δυστυχώς κυρίως στα ακίνητα, όσο και την κατανάλωση τους – παράγοντας μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, αντίστοιχα των γερμανικών πλεονασμάτων.

Σε τελική ανάλυση, οι χώρες της περιφέρειας βρέθηκαν στα όρια της χρεοκοπίας – με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους τα κράτη του βορά, τα οποία δάνειζαν τα πλεονάσματα τους στα κράτη του νότου (πλεονάσματα που όμως συσσώρευαν τόσα χρόνια οι χώρες του βορά, εις βάρος αυτών του νότου). Κυρίως βέβαια η Γερμανία, όπως αναφέραμε παραπάνω.

.

Η Ελλάδα

Στο σημείο αυτό οφείλει να αναρωτηθεί κανείς εάν θα μπορούσε να λειτουργήσει ανάλογα η Ελλάδα, όταν αποφάσισε να συμμετέχει στην Ευρωζώνη – μία απόφαση που οφειλόταν κυρίως στην πρόθεση της να αυξήσει την πιστοληπτική της ικανότητα, αφού με χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ της (104,7% το 2001), καθώς επίσης με τα συνεχή ελλείμματα του προϋπολογισμού της, ήταν αδύνατον μεσοπρόθεσμα να αποφύγει διαφορετικά τη χρεοκοπία.

Κατά την άποψη μας η Ελλάδα δεν μπορούσε, κυρίως λόγω της πολιτικής, καθώς επίσης της συνδικαλιστικής διαφθοράς. Ειδικότερα, τυχόν αντίστοιχες με τη Γερμανία απαιτήσεις απέναντι στους εργαζομένους, θα δημιουργούσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους τους – τόσο απέναντι στην κυβέρνηση, όσο και απέναντι στους ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Οι αντιδράσεις θα οδηγούσαν νομοτελειακά τους εργαζομένους στον «έλεγχο της εντιμότητας» όλων αυτών, οι οποίοι θα απαιτούσαν θυσίες εκ μέρους τους – γεγονός που ήταν αδύνατον να επιτρέψουν τόσο οι πολιτικοί, όσο και οι συνδικαλιστές, οι οποίοι ήταν βυθισμένοι στη διαπλοκή και στη διαφθορά (φυσικά με αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν αρκούσαν).

Σχετικά τώρα με το εάν θα έπρεπε ή όχι να λειτουργήσει ανάλογα η Ελλάδα, πόσο μάλλον αφού γνώριζε τα σχέδια της Γερμανίας (τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης, όπως και η κεντρική της διοίκηση, τα γνώριζαν επίσης, αφού δεν ήταν κρυφά), έχουμε την άποψη ότι, ειδικά η Ελλάδα, λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους της, ήταν υποχρεωμένη να το κάνει – ενώ, εάν είχε επιλέξει το συγκεκριμένο δρόμο, δεν θα βρισκόμαστε σήμερα σε αυτή τη δύσκολη θέση. Ενδεχομένως δε θα ευγνωμονούσαμε το ευρώ, αντί να το θεωρούμε υπεύθυνο για όλα τα δεινά μας – όπως ακριβώς το ευγνωμονεί η Γερμανία.

Σε γενικές γραμμές βέβαια δεν συμφωνούμε με τη «μερκαντιλιστική» πολιτική,  η οποία ωφελεί το κράτος και τις επιχειρήσεις, εις βάρος των εργαζομένων – μία πολιτική που θα έπρεπε ήδη από το 2000 να είχε απαγορευθεί από την Κομισιόν, η οποία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί τις ισορροπίες, τουλάχιστον εντός της Ευρωζώνης.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading