ΑΝΑΠΤΥΞΗ, Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΥΣΗ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ, Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΥΣΗ

Στην Ελλάδα σήμερα καίγονται χρήματα, οργιάζει η ανεργία, βυθίζεται στα χρέη το δημόσιο και καταδικάζονται χιλιάδες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία – γεγονός που σημαίνει ότι, βιώνουμε μία δεύτερη αποικιοκρατική εποχή, με θύμα την εθνική μας κυριαρχία
.
(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)
.

Η υπερβολικά υψηλή ανεργία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ύφεσης – της αδυναμίας ανάπτυξης δηλαδή ενός κράτους. Μόνιμη ή προσωρινή, επιδεινούμενη ή όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανεργία αποτελούσε πάντοτε μάστιγα – ενώ η δυνατότητα εξάλειψης της ήταν ανέκαθεν μέρος των ισχυρισμών περί της (δήθεν) ανωτερότητας του κομμουνιστικού καθεστώτος.  (J.Schumpeter). 

Ο κοινωνικός καπιταλισμός, η μικτή οικονομία καλύτερα, (στην οποία οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες μονοπωλιακές επιχειρήσεις ανήκουν στο κράτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες στους ιδιώτες), σε συνθήκες ήρεμης ανάπτυξης και σε «περιβάλλον» άμεσης δημοκρατίας, όπου οι Πολίτες συμμετέχουν μέσω δημοψηφισμάτων τόσο στις αποφάσεις, όσο και στον έλεγχο του κράτους, μπορεί να εγγυηθεί την καταπολέμηση της ανεργίας – όπως επίσης τη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την ελευθερία.   

Αντίθετα το άκρο αντίθετο του κομμουνισμού, ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες (με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε τεράστιες γραφειοκρατικές οργανώσεις «μονοπωλιακής μορφής» εις βάρος της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής πρωτοβουλίας), δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα – πόσο μάλλον όταν επιβάλει μια πολιτική λιτότητας στις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις, σε συνθήκες ύφεσης, η οποία συνήθως εκβάλλει σε μεγάλες αναταραχές, σε κοινωνικές εξεγέρσεις, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην αναβίωση δικτατορικών καθεστώτων κλπ.  

.

Ανάλυση

Έχοντας την άποψη ότι, οφείλουμε να αφήσουμε για πάντα πίσω μας το παρελθόν, σχεδιάζοντας με «αισιόδοξη προσοχή» πλέον το μέλλον, καθώς επίσης γνωρίζοντας πως η γνώση είναι δύναμη, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στην ανάπτυξη – αφού, χωρίς ανάπτυξη, είναι αδύνατον να ξεφύγουμε τόσο από τη μάστιγα της ανεργίας, όσο και από την παγίδα του χρέους, στην οποία πιθανότατα οδηγηθήκαμε σκόπιμα (άρθρο μας).

Άλλωστε όλες οι προηγούμενες δυνατότητες και επιλογές μας, οι οποίες ήταν πάρα πολλές, έχουν πλέον σε μεγάλο βαθμό «αναιρεθεί» από τα γεγονότα. Μεταξύ αυτών, η τυχόν επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα αφού, με κριτήριο το νέο μνημόνιο και την καινούργια δανειακή σύμβαση (αμφότερα καταστροφικά, εάν όχι εγκληματικά και προδοτικά), δεν θα μπορούσαμε πια να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος σε δραχμές – με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη τόσο η βιωσιμότητα, όσο και η διαχείριση του (αν και ποτέ δεν είμαστε υπέρ της εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη – την οποία δεν είναι λογικό να καταδικάζουμε επειδή μία και μόνο χώρα, η πρωσική Γερμανία δηλαδή, δεν συμπεριφέρεται ως οφείλει).

Παράλληλα βέβαια έχει χαθεί και η δυνατότητα σωστής εφαρμογής του σεναρίου του δολαρίου ή του ελβετικού φράγκου (του ρωσικού ρουβλίου ίσως όχι ακόμη) – πάντοτε φυσικά υπό την προϋπόθεση της μη αθέτησης της πληρωμής των οφειλών εκ μέρους του κράτους. Ακόμη και η Ισλανδία, η οποία καταπολέμησε με επιτυχία την κρίση χρέους, εξετάζει τη σύνδεση του νομίσματος της με κάποιο άλλο – με το καναδικό δολάριο στην προκειμένη περίπτωση. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σαν αποτέλεσμα της υποτίμησης της κορώνας με το ξέσπασμα της κρίσης, το δημόσιο χρέος της Ισλανδίας αυξήθηκε, σε όρους δολαρίου, από το περίπου 50% του ΑΕΠ στο 130% – σε χρόνο μηδέν.

Περαιτέρω οι τράπεζες μας, από τις υγιέστερες της Ευρώπης κάποτε, αντιμετωπίζουν επίσης μεγάλα προβλήματα – από τα οποία πολύ δύσκολα θα ξεφύγουν, εάν δεν επιστρέψει η Ελλάδα άμεσα στην ανάπτυξη. Για παράδειγμα πρόσφατα, μόλις στις 22 Φεβρουαρίου, η Alpha Bank έλαβε εγγύηση εκ μέρους του κράτους, για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της με ένα ομόλογο ύψους 2 δις € – το οποίο λήγει στις 22 Μαΐου! Δύο ημέρες αργότερα, η Εθνική τράπεζα δανείσθηκε 3 δις €, επίσης με την εγγύηση του δημοσίου – ενώ η Πειραιώς 2,087 δις € στις 5 Μαρτίου.

Τέλος, έχει επίσης χαθεί η δυνατότητα της εσωτερικής χρηματοδότησης, μέσω της έκδοσης εθνικών ομολόγων – έτσι όπως την είχαμε παρουσιάσει το Οκτώβριο του 2009, αλλά και πρόσφατα (άρθρο μας). Η διαδικασία της ανταλλαγής ομολόγων, ιδιαίτερα η καταναγκαστική διαγραφή των απαιτήσεων των μικροεπενδυτών, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί το Ελληνικό Δημόσιο, τοποθετώντας στα ομόλογα του τις όποιες αποταμιεύσεις τους, έχει πλέον «κάψει» τη συγκεκριμένη δυνατότητα, για πάρα πολλά χρόνια – επίσης την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, την αξιοπιστία της, την εικόνα της στο εξωτερικό (τουρισμός) και τόσα πολλά άλλα, για τα οποία θα έπρεπε κάποτε να τιμωρηθούν παραδειγματικά όλοι οι υπεύθυνοι (άρθρο μας).

Αν σκεφθεί κανείς δε ότι δεν κερδίσαμε απολύτως τίποτα (από τα 107 δις € της διαγραφής, πάνω από τα 50 δις € ήταν δικά μας, ενώ τα υπόλοιπα θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – 48 δις € – καθώς επίσης των ασφαλιστικών ταμείων, οπότε θα αυξήσουν ξανά το δημόσιο χρέος), τότε θα καταλάβει καλύτερα το μέγεθος της «εσχάτης προδοσίας» απέναντι στην πατρίδα μας.

Ενδεχομένως βέβαια, αυτά που ακόμη δεν έχουν χαθεί είναι τα νέα γεωπολιτικά μας πλεονεκτήματα – τα οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς (Ι. Μάζης), είναι πάρα πολλά, για πρώτη φορά στην Ιστορία μας. Εν τούτοις, ο τομέας αυτός δεν ανήκει στο δικό μας γνωστικό πεδίο, οπότε θα ήταν ανόητο να προσπαθήσουμε να τα αναλύσουμε. Πάντως, με κριτήριο το ότι οι πολύ μεγάλες οικονομικές κρίσεις καταλήγουν σε σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, δεν θα μας έκανε καθόλου εντύπωση, μεταξύ άλλων, η τυχόν υιοθέτηση κοινών «θρησκευτικών νομισμάτων» – όπως για τις ισλαμικές χώρες, για τις ορθόδοξες κλπ.

.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΕ 

Είναι γνωστό ότι η λιτότητα χωρίς ανάπτυξη είναι πολύ πιο καταστροφική, από την ανάπτυξη χωρίς λιτότητα – ιδιαίτερα επειδή «καίγονται» χρήματα (πιστωτική συρρίκνωση), προκαλείται τεράστια ανεργία, περιορίζεται σε επικίνδυνο βαθμό η ιδιωτική κατανάλωση και καταδικάζεται στη χρεοκοπία η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στα πλαίσια αυτά, η πολιτική της ΕΕ, η οποία θεωρούσε για πάρα πολλά χρόνια ότι, οι ενσωματωμένες, ελεύθερες  αγορές, σε συνδυασμό με ένα σταθερό, κοινό νόμισμα, θα αποτελούσαν εγγύηση για την ανάπτυξη, αποδείχθηκε εντελώς εσφαλμένη.

Η διοίκηση της ΕΕ επικεντρώθηκε σε μία οικονομική πολιτική, η βάση της οποίας ήταν η προσφορά – θεωρώντας ότι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα, έτσι όπως αυτή αποτυπώθηκε στη συνθήκη της Λισαβόνας, θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη της Ευρώπης. Δεν δόθηκε λοιπόν καμία σημασία στην αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης στην προθυμία χρέωσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών – παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη της ΕΕ να παραμένει «αναιμική» για πολλά χρόνια.

Όταν επιτέλους άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά η Ευρώπη, στηρίχθηκε κυρίως στην αυξημένη ζήτηση, η οποία όμως ήταν δυστυχώς το αποτέλεσμα της υπερκατανάλωσης μέσω δανείων με χαμηλά επιτόκια, καθώς επίσης των επενδύσεων σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (ακίνητα κλπ.), εκ μέρους  των εισοδηματικά ασθενέστερων κρατών της – γεγονός που σταμάτησε απότομα, με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading