Συμπερασματικά η κρατική εξουσία, η πρωτοκαθεδρία της Πολιτικής δηλαδή, πρέπει να παραμείνει για πάντα ένα επικίνδυνο αλλά αναγκαίο κακό, αφού είναι η μοναδική «Αρχή», η οποία ελέγχεται από τους «Αρχόμενους»: από τους Πολίτες και την ψήφο τους. Ταυτόχρονα όμως, οφείλουν να ενισχύονται συνεχώς οι δημοκρατικοί θεσμοί μας – ενώ δεν πρέπει ποτέ να «χαλαρώνουμε» την επαγρύπνηση μας, αφού οι αυξημένες δικαιοδοσίες στο κράτος, για «παρεμβατικό σχεδιασμό» της κοινωνικής ζωής, απειλούν τα μέγιστα την «ορισμένη», την οροθετημένη δηλαδή ελευθερία μας.
Περαιτέρω, αναζητώντας το άριστο «πολιτικό σύστημα» για τη χώρα μας (δεν είναι ποτέ το ίδιο για όλα τα κράτη, εξαρτώμενο σε μεγάλο βαθμό τόσο από την Ιστορία, όσο και από πολλές άλλες «ιδιαιτερότητες» τους), καταλήξαμε στη Δημοκρατία. Πιθανολογήσαμε λοιπόν ότι, η ακμή ενός λαού σαν τον δικό μας, θα μπορούσε να στηριχθεί στις τρείς παρακάτω «πλατωνικές» προϋποθέσεις:
(α) Σε ένα σύνολο υγιών οικονομικών & πολιτικών θεσμών, οι οποίοι να καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορούμε να αναπτυχθούμε, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους.
(β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής».
(γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος και όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο – έχοντας το χάρισμα να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει.
Συνεχίζοντας, αναφέραμε στο τέλος του κειμένου μας ότι «επιλέξαμε» το δημοκρατικό πολίτευμα, κυρίως επειδή μόνο η Δημοκρατία έχει την προοπτική να απελευθερώνει όλα τα αποθέματα ενέργειας ενός λαού – το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μίας χώρας με πρωτοφανείς δυνατότητες (κάτι που σήμερα, τουλάχιστον η Ελλάδα, χρειάζεται απαραίτητα).
Το χαρακτηριστικό αυτό της Δημοκρατίας είναι βέβαια σε πλήρη αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία είναι υποχρεωμένα να επιβλέπουν «αστυνομικά» τις αποκλεισμένες μάζες, υπονομεύοντας την πιθανή δύναμη τους (κατά τα παραδείγματα της Κίνας, της Γερμανίας, της Ρωσίας κλπ). Παρά το ότι λοιπόν τα «ολοκληρωτικά» καθεστώτα έχουν τη δυνατότητα της σχετικά εύκολης επίλυσης των δύο κεντρικών οικονομικών προβλημάτων, της ανεργίας και της αναδιανομής εισοδημάτων, θεωρήσαμε ότι δεν είναι κατάλληλα – τουλάχιστον όχι για μία τόσο μικρή, πλούσια και πολιτισμένη χώρα σαν την Ελλάδα.
Περαιτέρω, τεκμηριώσαμε την «παραδοχή» μας σε σχέση με την Ελλάδα, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες, σημειώνοντας πως «Μόνο μέσα σε μία δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα» – φυσικά, κάτω από την προϋπόθεση να είναι σωστά, αντικειμενικά δηλαδή, ενημερωμένοι Πολίτες ενός Κράτους Δικαίου (οι ευθύνες των ΜΜΕ είναι εδώ προφανείς).
Ολοκληρώνοντας, διατυπώσαμε την άποψη ότι, το κεντρικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η βήμα προς βήμα εξέλιξη της – ο προγραμματισμός μέτρων δηλαδή για την καταπολέμηση συγκεκριμένων προβλημάτων, παρά οι «ολιστικές» αλλαγές (επαναστάσεις, πολιτικές ανατροπές κλπ), με στόχο την άμεση εγκαθίδρυση κάποιου ιδεώδους, συνήθως «ουτοπικού» αγαθού. Η κρατική παρέμβαση δε θεωρούμε πως θα πρέπει να περιορίζεται σε όρια που είναι πραγματικά αναγκαία για την προστασία της ελευθερίας – ενώ δεν πρέπει να παραχωρούνται στις κυβερνήσεις περισσότερες δικαιοδοσίες, από τις απολύτως απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.
–
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Διευρύνοντας τώρα την ανάλυση μας, ξεκινάμε από το ότι η Δημοκρατία, επειδή είναι ένα «ανοιχτό» πολίτευμα, το οποίο στηρίζεται στην ελευθερία του ατόμου, είναι εκτεθειμένη σε πάρα πολλούς κινδύνους, εκ των οποίων οι κυριότεροι σήμερα είναι οι εξής:
(α) Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο οποίος «εδρεύει» στις Η.Π.Α. και χαρακτηρίζεται από τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της οικονομικής δύναμης, επί της Πολιτικής. Η κεντρική ιδεολογία του συνοψίζεται στην «ιδιωτικοποίηση των πάντων» εκ μέρους των οικονομικά ισχυρών (πολυεθνικές κλπ), η τάση του είναι αναμφίβολα επεκτατική, ενώ έχει πάρα πολλά «πολεμικά» μέσα στη διάθεση του – με σημαντικότερα ίσως το «ταμείο» (ΔΝΤ) και τις υπερμεγέθεις τοκογλυφικές τράπεζες, τα κέρδη των οποίων προέρχονται, στο συντριπτικό ποσοστό τους, από τις «επενδυτικές» τους δραστηριότητες (όπου φυσικά δεν αναλαμβάνουν ρίσκα, αφού οι ίδιες προκαλούν τις πάσης φύσεως «κρίσεις»).
Ειδικά όσον αφορά το ΔΝΤ, τον εκτελεστικό δηλαδή «βραχίονα» της Παγκόσμιας Τράπεζας, οφείλουμε ίσως να συμπληρώσουμε εδώ, παραμένοντας αντικειμενικοί ότι, σε πλήρη αντίθεση με τους συνήθεις κατακτητές και το «στρατό» τους, οι «μισθοφόροι-πολεμιστές» του δεν διακρίνονται ούτε από εξουσιαστικές τάσεις, ούτε από απληστία.
Τα περισσότερα από τα στελέχη του «ταμείου» θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μίας «ιερής αποστολής» (mission), ενώ είναι εξαιρετικά ικανά, έχοντας σπουδάσει στα καλύτερα Πανεπιστήμια – κατέχοντας διπλώματα (συνήθως διδακτορικό) με πολύ υψηλές επιδόσεις. Ουσιαστικά, τόσο η Παγκόσμια Τράπεζα, όσο και το ΔΝΤ, «στρατολογούν» τους συνεργάτες τους μόνο από τα ελίτ Πανεπιστήμια των Η.Π.Α., ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους – με εξαίρεση τα πολύ υψηλόβαθμα στελέχη.
Το κάθε ένα από αυτά τα εξαιρετικά ικανά άτομα, θα μπορούσε κάλλιστα να εργασθεί σε οποιαδήποτε μεγάλη τράπεζα – στη Wall Street ή οπουδήποτε στον κόσμο, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον πενταπλάσια ετήσια εισοδήματα. Εν τούτοις, προτιμούν την Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ, με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 95.000 $ ετησίως (2001), παρά το ότι κατοικούν στην Ουάσιγκτον, στην οποία το κόστος ζωής είναι αρκετά υψηλό (ενοίκια της τάξης των 3.000 $ μηνιαία). Όσον αφορά δεν τον τρόπο ζωής τους, αφενός μεν είναι αρκετά μετριοπαθής, αφετέρου απαιτεί πάρα πολλές ώρες εργασίας.