Το χρήμα είναι πάντοτε χρέος (β) – The Analyst
Χωρίς κατηγορία

Το χρήμα είναι πάντοτε χρέος (β)

Το κράτος έχει τη λειτουργία της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, καθώς επίσης της καταστροφής τους μέσω των φόρων – ενώ λογικά πρώτα δημιουργεί τα χρήματα, για να μπορέσει στη συνέχεια να τα καταστρέψει

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο πρώτο μέρος του άρθρου μας (πηγή), οι αποταμιεύσεις είναι ίσες με τις επενδύσεις σε μία κλειστή οικονομία (Α=Ε) – οπότε όταν οι αποταμιεύσεις μειώνονται, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας (-5,97% το 2013 κοκ.) ή της Κύπρου, τότε οι εγχώριες επενδύσεις συρρικνώνονται νομοτελειακά. Ως εκ τούτου, η μοναδική αναπτυξιακή δυνατότητα που απομένει είναι οι ξένες επενδύσεις – όπου όμως η εκάστοτε χώρα πρέπει να υιοθετεί τους κανόνες που απαιτούν οι ξένοι επενδυτές.

Περαιτέρω, η δημιουργία καθαρών περιουσιακών στοιχείων (αποταμιεύσεις) ενός ατόμου, είναι το σύνολο των παγίων (ακίνητα κλπ.), καθώς επίσης των χρηματικών περιουσιακών του στοιχείων – όπου τα τελευταία ορίζονται ως η συνολική αξία των απαιτήσεων ενός οικονομικού υποκειμένου, απέναντι σε ένα άλλο. Εν προκειμένω δεν πρόκειται μόνο για τα μετρητά χρήματα και τις καταθέσεις του σε μία τράπεζα αλλά, επίσης, για τα χρεόγραφα που κατέχει, όπως είναι τα ομόλογα, οι μετοχές κοκ.

Επομένως, η έννοια «χρηματικά περιουσιακά στοιχεία» συμπεριλαμβάνει μία υφιστάμενη σχέση «Πιστωτή-Δανειστή» μεταξύ των ανθρώπων, των επιχειρήσεων και του κράτους. Μπορεί βέβαια να κατέχει κανείς περιουσιακά στοιχεία, χωρίς να υπάρχει η σχέση «Πιστωτή-Δανειστή» με κάποιον άλλο. Εδώ πρόκειται όμως μόνο για πάγια περιουσιακά στοιχεία – όπως ένα ακίνητο για έναν ιδιώτη ή ένα μηχάνημα για μία επιχείρηση. Η εξίσωση τώρα είναι η εξής: Αποταμιεύσεις (Α)=Συνολική πάγια περιουσία, οπότε επενδύσεις (Ε) + Συνολική χρηματική περιουσία (ΣΧΠ).

Εάν τώρα θέλει κανείς να βρει τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία ενός κράτους, θα πρέπει ασφαλώς να προσθέσει τα αντίστοιχα όλων των «οικονομικών υποκειμένων» του – όπου τα συνολικά χρηματικά στοιχεία μίας κλειστής οικονομίας (ή ολόκληρου του πλανήτη κατ’ επέκταση), είναι ίσα με το μηδέν (ΣΧΠΣ=0), αφού απέναντι σε κάθε απαίτηση (χρήμα) υπάρχει μία υποχρέωση (χρέος). Επομένως, αφού Α=Ε+ΣΧΠΣ και το ΣΧΠΣ είναι ίσο με το μηδέν, τότε Α=Ε  (αποταμιεύσεις ίσες με επενδύσεις).

Περαιτέρω, αναφερόμενοι στο ότι τα μετρητά χρήματα που διατηρούμε στο σπίτι μας είναι επίσης χρέος, αφού συνιστούν μία απαίτηση απέναντι στην κεντρική τράπεζα, ένας αναγνώστης ρώτησε τον τρόπο, με τον οποίο η κεντρική τράπεζα θα πλήρωνε αυτό το χρέος της – με χρυσό δηλαδή ή με κάτι άλλο. Εν προκειμένω οφείλει κανείς να διαχωρίσει την προέλευση από τη λειτουργία του χρήματος.

Ειδικότερα, τα μετρητά χρήματα, καθώς επίσης τα λογιστικά κεντρικά χρήματα συνιστούν μεν υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας, αλλά απέναντι της δεν έχει κανείς κανένα άλλο δικαίωμα, εκτός από τη λήψη των χαρτονομισμάτων. Το γεγονός αυτό έχει τεκμηριωθεί από μία δικαστική απόφαση, όσον αφορά την περίπτωση κατεστραμμένων χαρτονομισμάτων – όπου μία γυναίκα είχε σκίσει τα χρήματα της (37 χαρτονομίσματα των 500 €), τοποθετώντας τα στην κατάψυξη του ψυγείου της, για να μην της κλαπούν.

Το γερμανικό δικαστήριο αποφάσισε πως η ΕΚΤ έπρεπε να της αντικαταστήσει τα σκισμένα χαρτονομίσματα με νέα – κάτι που συνέβη επίσης στην Αυστρία, όπου βρέθηκαν στο σπίτι ενός αποθανόντος κατεστραμμένα χαρτονομίσματα ύψους 1 εκ. € και το δικαστήριο αποφάσισε πως έπρεπε να αντικατασταθούν από την κεντρική τράπεζα (πηγή).

Στο ίδιο θέμα, μία απαίτηση στην περίπτωση των μετρητών χρημάτων, δεν συνιστά υποχρέωση παροχής ενός αγαθού ή μίας υπηρεσίας εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας – αλλά το δικαίωμα της αποδοχής των χρημάτων για την πληρωμή φορολογικών χρεών (στην πράξη επίσης ιδιωτικών χρεών).

Η λειτουργία λοιπόν των χρημάτων είναι πρωτίστως αυτή ενός μέσου, με το οποίο κάποιος εξοφλεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος, τους φόρους – δευτερευόντως ενός μέσου για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών ή για την πληρωμή ιδιωτικών χρεών (υπάρχουν ακόμη περισσότερες λειτουργίες).

Στο βαθμό αυτό τα κεντρικά χρήματα προέρχονται (δημιουργούνται) από τα χρέη, επειδή είτε τα έχει δανειστεί μία εμπορική τράπεζα από την κεντρική, είτε τα έχει λάβει έναντι μίας επένδυσης της που αγόρασε δανειζόμενη και την έδωσε ως εγγύηση (πούλησε) στην κεντρική, είτε τα δημιούργησε το κράτος εκδίδοντας ομόλογατα οποία είναι σε κάποιο βαθμό επίσης χρέος. Θεωρητικά βέβαια μπορεί μία κεντρική τράπεζα να δημιουργήσει κεντρικά χρήματα και από την ανταλλαγή ξένου συναλλάγματος.

Ο βασικός λόγος πάντως, για τον οποίο γίνονται αποδεκτά τα μετρητά χρήματα, καθώς επίσης τα λογιστικά, τα οποία συνιστούν ουσιαστικά μία απαίτηση για μετρητά είναι το ότι, μέσω αυτών δικαιούνται τα οικονομικά υποκείμενα να εξοφλούν τους φόρους τους απέναντι στο κράτος που τα εκδίδει (μέσω της κεντρικής). Τα φορολογικά χρέη αποτελούν μία υποχρέωση στους Ισολογισμούς των νοικοκυριών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων η οποία, μέσω της υφιστάμενης χρηματικής περιουσίας τους, πληρώνεται τελικά στο δημόσιο.

Ως εκ τούτου τα χρήματα αποτελούν μία ειδική απαίτηση μας, μέσω της οποίας μπορούμε να μειώσουμε ένα μέρος των υποχρεώσεων μας – αυτών απέναντι στο κράτος. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από το ότι, το δημόσιο δέχεται για την πληρωμή των φόρων μας απέναντι του μόνο κεντρικά χρήματα – ούτε μετοχές, ούτε ακίνητα, ούτε άλλου είδους νομίσματα, όπως τα ηλεκτρονικά.

Όταν τώρα ένας πελάτης μίας τράπεζας πληρώνει τους φόρους του στο κράτος, τότε μειώνονται στο παθητικό του ισολογισμού της τράπεζας του οι καταθέσεις, κατά το ποσόν των φόρων – ενώ την ίδια στιγμή στο ενεργητικό του ισολογισμού της μειώνεται αντίστοιχα ο λογαριασμός της στην κεντρική, επειδή μέσω αυτής τελικά μεταφέρεται το ποσόν στο κράτος.

Περαιτέρω, ο διαχωρισμός του κράτους και της κεντρικής τράπεζας υπάρχει μεν θεσμικά, οπότε αναφερόμαστε στην ανεξαρτησία της κεντρικής, αλλά δεν είναι απόλυτος. Θεωρητικά θα μπορούσε το εκάστοτε υπουργείο οικονομικών να εκδίδει χρήματα, να καθορίζει το επιτόκιο, καθώς επίσης να εισπράττει τους φόρους – οπότε θα γινόταν περισσότερο κατανοητό το ότι, το δημόσιο εκδίδει πρώτα χρήματα, απλά και μόνο για να τα εισπράξει στη συνέχεια από τους ιδιώτες, με τη μορφή των φόρων.

Με απλά λόγια, το κράτος έχει τη λειτουργία της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, καθώς επίσης της καταστροφής τους μέσω των φόρων – ενώ λογικά πρώτα δημιουργεί τα χρήματα, για να μπορέσει στη συνέχεια να τα καταστρέψει.

Ως εκ τούτου, τα χρήματα που εκδίδει το κράτος είναι μεν χρέος, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι – αφού συμψηφίζονται υποχρεωτικά με τους φόρους. Με δεδομένο δε το ότι, το κράτος καθορίζει κατά το δοκούν τους φόρους, μπορεί επίσης να εκδίδει κατά το δοκούν χρήματα – σε αντιστοιχία με τους φόρους που προγραμματίζει. Όσον αφορά την εκάστοτε ποσότητα χρήματος, την οποία βλέπουμε να μειώνεται στην Ελλάδα ανάλογα με τη πτώση του ΑΕΠ, μπορεί θεωρητικά να αυξηθεί ορθολογικά μόνο εάν αυξηθούν οι φόροι, έτσι ώστε να εξισορροπηθεί η πτώση του ΑΕΠ – κάτι που δεν επεξηγείται στους Πολίτες, όπως θα έπρεπε.

Στο επόμενο μέρος του άρθρου μας θα ασχοληθούμε με τον τρόπο, με τον οποίο τα μετρητά χρήματα τίθενται σε κυκλοφορία – καθώς επίσης με ορισμένες άλλες ιδιαιτερότητες τους. Μεταξύ άλλων, θα διαπιστωθεί πως η ΕΚΤ δεν έχει το δικαίωμα να εκβιάζει την Ελλάδα με τη μη παροχή ρευστότητας – αφού αυτή είναι η μοναδική κεντρική μας τράπεζα, ενώ το κράτος μας μπορεί θεωρητικά να καθορίζει την ποσότητα χρήματος κατά το δοκούν, ανάλογα με τους φόρους που προγραμματίζει (οι φόροι έχουν σχέση με τις δαπάνες του κράτους κοκ.).

Βέβαια ο κύριος εκβιασμός έχει άλλη μορφή – αυτήν της βιωσιμότητας των εμπορικών τραπεζών (κεφαλαιακή επάρκεια κλπ.), την οποία η ΕΚΤ καθορίζει πλέον κατά το δοκούν, εν μέρει σε συνεργασία με ορισμένες εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading