Οι παρενέργειες των χρεών – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Οι παρενέργειες των χρεών

Η υπόλοιπη Δύση  

Περαιτέρω, το πρόβλημα της υπερχρέωσης, καθώς επίσης του σημαντικά μειωμένου ρυθμού ανάπτυξης, ο οποίος κάνει ακόμη δυσκολότερη την αντιμετώπιση των χρεών, πόσο μάλλον της ύφεσης που τα αυξάνει, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα – αλλά, επίσης, πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία, όσον αφορά τις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Η λύση τώρα, η οποία έχει από κοινού επιλεχθεί, ονομάζεται «χρηματοπιστωτική καταστολή» – ένας όρος που θα μπορούσε να μεταφρασθεί ως μία «υφέρπουσα μείωση των αποταμιεύσεων». Χαρακτηρίζει δε την κρατική επιρροή, κυρίως με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών, μέσω της οποίας τα επιτόκια των καταθέσεων διατηρούνται αισθητά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό – έτσι ώστε οι αποταμιευτές κάθε είδους να χάνουν σταδιακά την αγοραστική αξία των χρημάτων τους, προς όφελος του δημοσίου.

Το παραπάνω επιτυγχάνεται μέσω των χαμηλών βασικών επιτοκίων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών – αφού τότε οι καταθέτες δεν μπορούν να απαιτήσουν υψηλότερους τόκους από τις τράπεζες, επειδή οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια από την κεντρική, αντί από τους αποταμιευτές τους.

Το ίδιο αποτέλεσμα έχει ουσιαστικά και η πολιτική της πιστωτικής επέκτασης (QE), την οποία έχουν υιοθετήσει όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες της Δύσης – εις βάρος των κατόχων ομολόγων του δημοσίου, οι οποίοι εισπράττουν λιγότερους τόκους λόγω της πτώσης των επιτοκίων δανεισμού των κρατών (οπότε ουσιαστικά ενισχύονται έμμεσα τα κράτη).

Με τον τρόπο αυτό καταπολεμάται η παραδοσιακή θεωρία (Crowding out), σύμφωνα με την οποία η αύξηση των δημοσίων χρεών συνοδεύεται από μία ανάλογη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους – οπότε στην πραγματικότητα διαστρεβλώνονται οι αγορές.

Ουσιαστικά λοιπόν μεταφέρονται πόροι από τους ιδιώτες στο δημόσιο, ενώ η μέθοδος αυτή (Reinhart, Sbrancia) χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω ιδιαιτερότητες:

(α)  Τα επιτόκια για τα χρέη των κρατών περιορίζονται τεχνητά ως προς το ύψος τους, μέσω της αγοραπωλησίας ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες.

(β)  Κρατικοποίηση των υφισταμένων τραπεζών – ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται από την κυβέρνηση η ίδρυση καινούργιων.

(γ)  Οι εθνικές τράπεζες ενθαρρύνονται να αγοράζουν ομόλογα των κρατών τους ή να τα διατηρούν στα αποθεματικά τους.

(δ)  Επιβάλλεται έλεγχος στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων – ένα «καταναγκαστικό μέτρο» που έχει επιβληθεί σήμερα στην Ελλάδα, με επώδυνες συνέπειες.

Συνεχίζοντας, η χρηματοπιστωτική καταστολή που εφαρμόσθηκε στη Δύση δεν οδήγησε στον αναμενόμενο από τις κεντρικές τράπεζες πληθωρισμό – οπότε οι απώλειες των καταθετών ήταν περιορισμένες, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν λιγότερο τα κράτη.

Το γεγονός αυτό, η μη άνοδος των τιμών, οφείλεται στο ότι οι επενδυτές, αυτοί δηλαδή που δανείζονταν χρήματα, παρά το ότι ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των αποταμιευτών, δεν τοποθέτησαν τα δάνεια τους στην πραγματική οικονομία – αυξάνοντας τη ζήτηση, το ρυθμό ανάπτυξης και τον πληθωρισμό, με αναγκαίο επακόλουθο την αύξηση των βασικών επιτοκίων.

Αντίθετα, επένδυσαν τα δανειακά κεφάλαια τους στις αγορές (μετοχές, ακριβά ακίνητα κλπ.), αυξάνοντας εκεί τις τιμές – οπότε αφενός μεν δημιούργησαν τεράστιες φούσκες, αφετέρου εμποδίζουν μέχρι και σήμερα τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα βασικά επιτόκια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ακόμη περισσότερες φούσκες.

Με τον τρόπο αυτό διαταράχθηκε η ισορροπία μεταξύ καταθέσεων και επενδύσεων, προκαλώντας τεράστιες διαστρεβλώσεις, ενώ δεν μειώθηκαν τα υψηλά δημόσια χρέη – αφού η μη διενέργεια επενδύσεων στην πραγματική οικονομία είτε οδήγησε κάποιες χώρες σε ύφεση, οπότε σε μειωμένα έσοδα του δημοσίου, σε ελλείμματα και σε νέα χρέη, είτε δεν αύξησε το ρυθμό ανάπτυξης.

Με απλά λόγια, οι αυξήσεις των τιμών στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, μέσω των επενδύσεων σε αυτές (μετοχές, ακίνητα, μέταλλα κοκ.) δεν οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης/κατανάλωσης – οπότε δεν συμβάλλουν στην απαιτούμενη ισορροπία των αγορών κεφαλαίου (Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις).

Επομένως, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυτοπαγιδευτεί (άρθρο), τροφοδοτώντας παράλληλα επικίνδυνες φούσκες και διαστρεβλώσεις – αφού τυχόν αύξηση των βασικών επιτοκίων εκ μέρους τους εν μέσω μίας φάσης ύφεσης ή/και αποπληθωρισμού, για να αντιμετωπισθούν οι φούσκες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιπέτειες ανάλογες με αυτές της δεκαετίας του 1930.

.

Οι προβληματισμοί της Fed

Από την παραπάνω μικρή ανάλυση κατανοούμε τις δυσκολίες της Fed να αυξήσει τα βασικά επιτόκια, παρά το ότι αναμενόταν από τους περισσότερους – ενώ οφειλόταν επί πλέον στους φόβους αύξησης της ισοτιμίας του δολαρίου, με αρνητικά αποτελέσματα τόσο στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών των Η.Π.Α., όσο και στις υπερχρεωμένες σε δολάρια αναπτυσσόμενες οικονομίες (ανάλυση).

Παρά το ότι δε οι περισσότεροι αναμένουν πως στην επόμενη συνεδρίαση της ή σε κάποια άλλη θα αυξήσει τα επιτόκια, υπάρχουν ορισμένοι που έχουν μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση, θεωρώντας πιθανότερο ένα τέταρτο πακέτο (QE) – με κριτήριο το γράφημα που ακολουθεί.

.

ΓΡΑΦΗΜΑ - ΗΠΑ, FED, QE

.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το γράφημα, οι μακροπρόθεσμες προσμονές όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού, ευρίσκονται ξανά κάτω από το 2% – όπως φαίνεται από την καμπύλη με την ονομασία «US 5Y, 5Y forward breakeven». Εδώ πρόκειται για το δείκτη, τον οποίο προσέχουν περισσότερο τα στελέχη της Fed – ενώ απλοποιημένα υποδηλώνει το ύψος του πληθωρισμού που προβλέπουν οι συμμετέχοντες στις αγορές, μετά από πέντε χρόνια.

Η καμπύλη δείχνει πως οι προβλέψεις το 2015 ευρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο μετά από τις αρχές του 2009 – όταν κάθε φορά που βρισκόταν κάτω από το 2%, η Fed υιοθετούσε προγράμματα λιτότητας (γαλάζια επιφάνεια) ή την «επιχείρηση Twist» (κίτρινη επιφάνεια – άρθρο).

Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς πως, εάν η Fed συνεχίσει να ακολουθεί την ίδια τακτική, τότε είναι πιθανότερο ένα τέταρτο πακέτο ποσοτικής διευκόλυνσης από την αύξηση των βασικών επιτοκίων – αν και το γεγονός ότι, τα πακέτα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ίσως την οδηγήσει αυτή τη φορά σε άλλες σκέψεις.

.

Επίλογος

Η πολιτική εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την οικονομία – ενώ η μεσαία τάξη είναι αυτή που στηρίζει τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, μία από τις οδυνηρότερες παρενέργειες της αύξησης των χρεών στη Δύση, κυρίως δε του τρόπου, με τον οποίο γίνεται προσπάθεια περιορισμού τους, είναι η εξαθλίωση των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών τάξεων – παράλληλα με την υπερβολική ισχυροποίηση του πλουσιότερου 1%.

Στα πλαίσια αυτά, εάν η διαδικασία συνεχισθεί ως έχει, χωρίς να επιδιωχθεί η μείωση των χρεών παγκοσμίως, μέσα από μία σύσκεψη της μορφής του Bretton Woods, αφενός μεν η Δημοκρατία θα αποτελέσει παρελθόν, αφετέρου θα προκληθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις – χωρίς να αποκλείονται κατά πολύ χειρότερες εξελίξεις.

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, ένα μικρό κείμενο ενός Γερμανού πολιτικού (O. Lafontaine) σε ελεύθερη μετάφραση – σύμφωνα με το οποίο τα εξής:

Ο κ. Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα, με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από το αναμενόμενο. Η συμμετοχή βέβαια ήταν τρομακτικά χαμηλή, αφού σχεδόν κάθε δεύτερος Έλληνας δεν ψήφισε – επειδή επρόκειτο για το ποιός θα εφάρμοζε καλύτερα το μνημόνιο.

Τα αποτελέσματα πάντως τεκμηρίωσαν πως, παρά το ότι ο κ. Τσίπρας γονάτισε μπροστά στην καγκελάριο και τον κ. Σόιμπλε, οι άνθρωπου τον εμπιστεύονται περισσότερο από τους άλλους – ελπίζοντας πως θα τους δοθεί μία ευκαιρία να αποφύγουν την κατάρρευση της Δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους.

Ας ελπίσουμε πως το γερμανικό Spiegel κάνει λάθος, όταν εκθειάζει τον κ. Τσίπρα – γράφοντας πως εκτιμάει την πραγματιστική αλλαγή της πολιτικής του, ενώ είναι σίγουρο πως μία αριστερή κυβέρνηση έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να εφαρμόσει τα μνημόνια και την πολιτική λιτότητας.

Εν τούτοις, κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στη Γερμανία το 2000, από τον συνασπισμό των σοσιαλιστών με τους αριστερούς – ο οποίος δρομολόγησε τις μεγαλύτερες μειώσεις των μισθών στην ιστορία της χώρας, υιοθετώντας έναν άκρατο νεοφιλελευθερισμό.

Ο Θεός να μας φυλάει – ας μη συμβεί μία ακόμη φορά. Η πολιτική λιτότητας, καθώς επίσης η προσφυγική κρίση, απειλούν την ευρωπαϊκή ενότητα. Ο γερμανικός μισθολογικός ανταγωνισμός (dumping), σε συνδυασμό με το κοινό νόμισμα (ευρώ), οδηγούν στην αποβιομηχανοποίηση της νότιας Ευρώπης. Η συνθήκη του Δουβλίνου (οι μετανάστες μένουν στα κράτη που πρωτοεισέρχονται) ωφελεί τη Γερμανία, ενώ είναι οδυνηρή για χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα.

Συμπέρασμα: Η γερμανική πολιτική λιτότητας, ο εξαγωγικός εθνικισμός της Γερμανίας (μερκαντιλισμός), καθώς επίσης η επιμονή της στη συνθήκη του Δουβλίνου, καταστρέφουν την εμπιστοσύνη προς τους Γερμανούς – την οποία είχαν κερδίσει με πολύ κόπο και χρόνο, μετά τα αποτρόπαια εγκλήματα των ναζί


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading