ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ

Η υιοθέτηση του μάρκου από τη Γερμανία, η επιστροφή της Ιταλίας στη λιρέτα, η διάλυση της Ευρωζώνης, η ελεγχόμενη ή ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός ή εκτός του ευρώ, οι μέθοδοι επιβίωσης και οι στόχοι της χώρας μας
(To άρθρο αποτελείται από 4 Σελίδες)
.

Η κατοχή δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη. Υπάρχουν επομένως δύο επιλογές: ή αποδέχεσαι την κατοχή και όλες τις μεθόδους που είναι αναγκαίες για την επιβολή της ή, διαφορετικά, την απορρίπτεις εξ ολοκλήρου και όχι μόνο κάποια συγκεκριμένα μέρη της” (Simone de Beauvoir). 

.

Ανάλυση

Οφείλει κανείς να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, όσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει – αποφεύγοντας να «ενοχοποιεί» διαρκώς την κρίση, παρά το ότι ίσως αποδειχθεί τελικά χειρότερη από τη Μεγάλη Ύφεση του 1930. Αρκετά από αυτά οφείλονται χωρίς καμία αμφιβολία σε εμάς τους ίδιους – κυρίως λόγω του ότι δεν «μεριμνήσαμε» στις καλές εποχές του παρελθόντος, για τις κακές του μέλλοντος.

Περαιτέρω, τόσο οι επιχειρήσεις (τα κράτη επίσης), όσο και τα νοικοκυριά, οφείλουν πάντοτε να λειτουργούν, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα χειρότερα δυνατά σενάρια – ευχόμενοι φυσικά να μη συμβούν ποτέ. Παράλληλα, πρέπει να έχουν έτοιμες εναλλακτικές δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων (σχέδιο Α, Β κλπ.), έτσι ώστε να μην «άγονται και φέρονται» από τα γεγονότα – δηλαδή, να μην αναγκάζονται να αποφασίζουν κάτω από συνθήκες πίεσης ή/και εκβιασμών (όπως η σημερινή πολιτική μας ηγεσία, η οποία διαρκώς προβληματίζει τους Έλληνες – ιδίως όταν υποκλίνεται, χωρίς αντίκρισμα, απέναντι στον εχθρό της Ευρώπης).

.

ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ 

Στα πλαίσια αυτά, ορισμένα από τα σενάρια (worst case scenarios’ κλπ.), με βάση τα οποία οφείλουν να λαμβάνονται οι επιχειρηματικές αποφάσεις, καθώς επίσης η διαχείριση των περιουσιακών μας στοιχείων, σε συνθήκες «χρυσής μεσότητας» (χωρίς υπερβολική αισιοδοξία ή απαισιοδοξία), είναι αναμφίβολα τα εξής:

(Α) Η έξοδος της Γερμανίας από την Ευρωζώνη: Στο σενάριο αυτό συνηγορεί ο πρόσφατος αρνητικός δανεισμός της Γερμανίας, αφού σημαίνει έμμεσα ότι οι επενδυτές, αυτοί δηλαδή οι οποίοι αγόρασαν γερμανικά ομόλογα, πιθανολογούν την υιοθέτηση ενός δικού της νομίσματος – με αποτέλεσμα να ανατιμηθεί το γερμανικό μάρκο, οπότε να κερδίσουν από το γεγονός αυτό.

Με κριτήριο το ότι, δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάμε τις αγορές, κυρίως επειδή επενδύουν στις εκάστοτε προβλέψεις τους και δεν «θεωρητικολογούν», υποθέτουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα τοποθετούσαν χρήματα, έναντι αρνητικών αποδόσεων (επιτοκίων). Επομένως ότι προσδοκούν κέρδη, αναλαμβάνοντας ελάχιστο ρίσκο – κέρδη τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν «συναλλαγματικά».

Στο ίδιο σενάριο συνηγορεί επίσης η άποψη ότι, αφού η Γερμανία πήρε όσα ήθελε να πάρει από την Ευρωζώνη, δεν έχει πλέον κανένα λόγο να παραμείνει – πόσο μάλλον να επιστρέψει τα κέρδη της, βοηθώντας στην καταπολέμηση της κρίσης («η ευρωπαϊκή κρίση είναι ευλογία για τη χώρα», αναφέρουν χαρακτηριστικά τα γερμανικά ΜΜΕ, διαπιστώνοντας ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3% και αρνητικά επιτόκια δανεισμού του δημοσίου).

Το ενδεχόμενο της «μονομερούς» εξόδου της Γερμανίας θα ήταν μάλλον θετικό, εάν δεν κατέρρεε η Ευρωζώνη, με τις υπόλοιπες χώρες να παραμένουν στο κοινό νόμισμα – γεγονός που θα οδηγούσε ίσως στην πληθωριστική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια της ΕΚΤ. Εν τούτοις, η Γερμανία θα απομονωνόταν, γεγονός που θα ήταν αρκετά προβληματικό, σε σχέση με τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη – κάτι που αποτέλεσε έναν από τους λόγους της απόφασης υιοθέτησης του κοινού νομίσματος.

Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, μία τέτοια «κατάληξη» θα ήταν αναμφίβολα πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Ξεκινώντας το 1952, παρά τα εγκλήματα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να επιτύχει την εθελούσια διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των δημοσίων χρεών της, με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων και με χαμηλά επιτόκια, χωρίς καν να υποχρεωθεί στην εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων – αναβάλλοντας τες μέχρι τη στιγμή της ενδεχόμενης ένωσης της. Στη συνέχεια ενώθηκε με την Ανατολική πλευρά της, με τη βοήθεια της Γαλλίας και με την προοπτική της Ευρωζώνης – καταφέρνοντας να μην υποχρεωθεί να εξοφλήσει τις επανορθώσεις, οι οποίες ήταν (και είναι) πλέον «απαιτητές».

Αργότερα, χρησιμοποιώντας τα πλεονεκτήματα της ΕΕ και της Ευρωζώνης, κατόρθωσε να εξυγιάνει την Α. Γερμανία, δαπανώντας περί τα 150 δις € ετησίως – κόστος το οποίο «εξυπηρέτησε» με τη βοήθεια των «μερκαντιλιστικών» εξαγωγών προς τους «εταίρους» της, εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων τη διαφθορά των κυβερνήσεων τους (ειδικά όσον αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα).

Σήμερα, θα μπορούσε να «αποσχισθεί», έτσι ώστε να μην υποχρεωθεί να καταβάλλει απολύτως τίποτα για τη διάσωση της Ευρωζώνης – με τη βοήθεια του διασυρμού και της ώθησης της Ελλάδας στη χρεοκοπία. Τα αποτελέσματα ενός τέτοιου ενδεχομένου για την ειρήνη στην ΕΕ, ειδικά για τη Γαλλία, την Ολλανδία και τις υπόλοιπες χώρες, με τις οποίες συνορεύει, δεν είναι τόσο δύσκολο να προβλεφθούν – ενώ η Γερμανία δεν ήταν ποτέ «διάσημη» για την ευγνωμοσύνη της (όταν αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη χώρα εννοούμε πάντοτε το βιομηχανικό καρτέλ, το οποίο ουσιαστικά την κυβερνάει και όχι τους Πολίτες της).

(Β) Η διάλυση της Ευρωζώνης: Εάν υποθέσουμε πως η έξοδος της Γερμανίας δεν θα οδηγούσε στην κατάρρευση του κοινού νομίσματος, είναι δεδομένο το ότι, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα της μη ισορροπημένης κατανομής ελλειμμάτων και πλεονασμάτων εντός της νομισματικής ένωσης (όπου κυρίως η Γερμανία και η Ολλανδία κερδίζουν εις βάρος αρκετών εκ των υπολοίπων χωρών), οι εναλλακτικές λύσεις που απομένουν είναι είτε η δημοσιονομική ένωση (μεταφορά χρημάτων από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές οικονομίες), είτε  η έξοδος όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη.

Κατά την άποψη μας, η έκδοση Ευρωομολόγων ή/και η αγορά δημοσίων ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, από την πρωτογενή αγορά, προϋποθέτει τη δημοσιονομική ένωση – τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δηλαδή. Φυσικά δεν θεωρούμε ότι, πρόκειται για μία ρεαλιστική πιθανότητα – τουλάχιστον όχι από εθνολογικής ή οικονομικής πλευράς (άρθρο μας). Επομένως, οι προοπτικές διατήρησης της Ευρωζώνης είναι ελάχιστες – ενώ ο μεγάλος κίνδυνος θα προέλθει από την Ιταλία (θα αναζητήσει αναχρηματοδότηση ύψους περί τα 300 δις € εντός του 2012 – με τις τράπεζες της σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση).

Βέβαια, η δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης είναι πιθανόν να προωθείται εκ μέρους των Η.Π.Α., στα πλαίσια του 1ουπαγκόσμιου οικονομικού πολέμου που βιώνουμε – κρίνοντας από τις συνεχείς υποτιμήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, εκ μέρους των εταιρειών αξιολόγησης, οι οποίες δυσχεραίνουν τη λειτουργία του μηχανισμού στήριξης (EFSF). Οι υποτιμήσεις αυτές, οι οποίες ανταποκρίνονται στις καθαρές, βιώσιμες λύσεις που απαιτούν οι αγορές, έχουν σαν αποτέλεσμα την υποχρέωση λήψης ριζικών αποφάσεων εκ μέρους των ηγετών της ΕΕ, οι οποίες σε τελική ανάλυση θα ήταν είτε η ένωση της Ευρωζώνης, είτε η πλήρης διάλυση της.

Το σενάριο της διάλυσης θα μπορούσε επίσης να είναι θετικό για την Ελλάδα, αφού η αποχώρηση όλων μαζί από την Ευρωζώνη θα ήταν κατά πολύ λιγότερο επώδυνη, από την κατά κάποιον τρόπο «μονομερή» έξοδο της.

(Γ) Η έξοδος της Ιταλίας από την Ευρωζώνη: Όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ιταλίας είναι τεράστιες – ενώ δεν πρέπει να μας καθησυχάζει η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της, η οποία ήταν μάλλον τεχνητή, αφού ακολούθησε την αύξηση του δανεισμού των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά 500 δις €, εκ μέρους της ΕΚΤ (η οποία μάλλον υποχρέωσε τις Ιταλικές και Ισπανικές τράπεζες να αγοράσουν ομόλογα του δημοσίου τους, θέλοντας να «ξεγελάσει» τις αγορές – οι υποτιμήσεις της S&P ήταν πιθανότατα η απάντηση των αγορών).

Περαιτέρω η Ιταλία είναι μία μεγάλη, υπερήφανη χώρα, η οποία πιθανολογούμε ότι δεν θα αποδεχόταν την «επιτήρηση» του ΔΝΤ ή της Γερμανίας, όπως δυστυχώς η Ελλάδα – ενώ φυσικά δεν θα επέλεγε τη χρεοκοπία εντός Ευρωζώνης, πόσο μάλλον αφού το ταμείο σταθερότητας (EFSF) δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει, λόγω περιορισμένων κεφαλαίων (ειδικά μετά τη χθεσινή υποτίμηση της Γαλλίας και της Αυστρίας, η οποία αποτελεί ένα τεράστιο πλήγμα για τη χρηματοδότηση του EFSF – άρθρο μας).

Ταυτόχρονα βέβαια έχει αρκετά οικονομικά προβλήματα (δημόσιο χρέος άνω του 120% του ΑΕΠ, έλλειμμα προϋπολογισμού, έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου, συνεχή μείωση της βιομηχανικής παραγωγής της κλπ.), για τα οποία απαιτούνται ριζικές λύσεις –γεγονός που την καθιστά στόχο των εταιρειών αξιολόγησης και, κατ’ επέκταση, των διεθνών τοκογλύφων.

Εάν λοιπόν διαπιστώσει το αυτονόητο, το ότι δηλαδή η παραμονή της στην Ευρωζώνη θα τη φέρει αντιμέτωπη με κινδύνους, ανάλογους με αυτούς της Ελλάδας, υποθέτουμε πως δεν θα περιμένει το μοιραίο – οπότε θα αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα, υιοθετώντας ξανά τη λιρέτα. Στο ενδεχόμενο αυτό, λόγω μεγέθους της οικονομίας της, θεωρούμε μάλλον βέβαιη τη διάλυση της Ευρωζώνης  – γεγονός που μπορεί να συμβεί πολύ πιο σύντομα, από ότι φανταζόμαστε, μετά τη χθεσινή μείωση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης κατά δύο μονάδες (μαζί με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, παρά την ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων στο θαλάσσιο υπέδαφος της).

Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε εντελώς απίθανο να αποδεχθεί η Ιταλία τα «βασανιστήρια του βατράχου» (ο οποίος τοποθετείται στην αρχή σε χλιαρό νερό, το συνηθίζει, στη συνέχεια αυξάνεται σταδιακά η θερμοκρασία και τέλος ψήνεται, χωρίς να το καταλάβει), στα οποία συνεχίζει να υποβάλλεται η Ελλάδα – προκαλώντας μας απορία για τη «σιωπή των αμνών». Επίσης απίθανο θεωρούμε το να συνεχίσει να ανέχεται το διασυρμό της εκ μέρους της Γερμανίας ο οποίος, με αφετηρία τα εξαιρετικά προσβλητικά άρθρα του Spiegel (Chao Italia, 2010), συνέχισε με τις κατηγορίες εναντίον των Ιταλών πολιτών, για εκτεταμένη φοροδιαφυγή (η γνωστή ναζιστική μέθοδος της θυματοποίησης).

To άρθρο αποτελείται από 4 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading