Ο μύθος της ρευστότητας – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Ο μύθος της ρευστότητας

Στα πλαίσια αυτά η τράπεζα έχει τα ίδια χρήματα πριν και μετά την παροχή του δανείου – ενώ παράλληλα δημιούργησε χρήματα από το πουθενά, τα οποία θα χρησιμοποιήσει ο πελάτης της αγοράζοντας, για παράδειγμα, τα έπιπλα του σπιτιού του.

Αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει κάποιος ιδιώτης, επειδή θα ήταν υποχρεωμένος να δανείσει τα δικά του χρήματα – ενώ η τράπεζα έκανε απλά μία εγγραφή στον ισολογισμό της, διπλασιάζοντας (διογκώνοντας) τον.

Σε κάθε περίπτωση, ο δανειολήπτης μπορεί να διαθέσει τα χρήματα για την αγορά των επίπλων που επιθυμεί, χωρίς η τράπεζα να έχει καθόλου χρήματα στο ταμείο της – ούτε δανειζόμενη από κάποιον άλλο, ούτε από τις καταθέσεις των πελατών της.

.

Η κεντρική τράπεζα

Συνεχίζοντας, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως η παραπάνω παρουσίαση δεν δίνει την απαιτούμενη σημασία (α) στα ελάχιστα αποθεματικά που είναι υποχρεωμένες να διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην κεντρική, καθώς επίσης (β) στο διακανονισμό των πληρωμών των εμπορικών τραπεζών μεταξύ τους.

(α)  Όσον αφορά τα ελάχιστα αποθεματικά κεφάλαια (reserve requirement), οι εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ένα ελάχιστο ποσόν των δανείων που παρέχουν, στην κεντρική – όπου, εάν το ποσόν αυτό ήταν στο 100%, τότε θα έλεγε κανείς πως δεν δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, αλλά δανείζουν τα ποσά που δανείζονται οι ίδιες από τις κεντρικές τράπεζες.

Επειδή όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αφού η ΕΚΤ απαιτεί ως ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο το 1% των παρεχομένων δανείων, το 99% των δανειακών χρημάτων στην Ευρωζώνη δημιουργούνται από το πουθενά – ενώ υπάρχουν άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως αυτές της Βρετανίας, του Καναδά και της Σουηδίας, οι οποίες δεν απαιτούν καθόλου αποθεματικά (ο%).

Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, η ποσότητα χρήματος στο εκάστοτε κράτος, εξαρτάται κυρίως από τις εμπορικές του τράπεζες και όχι από την κεντρική – οπότε είναι μύθος τα περί στενότητας ρευστότητας που ακούγονται η οποία, όταν διαπιστώνεται, οφείλεται συνήθως στην έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται ο συνεχής περιορισμός του δανεισμού των νοικοκυριών στην Ελλάδα, λόγω του οποίου μειώνεται διαρκώς η ποσότητα χρήματος – οπότε η χώρα «στραγγαλίζεται».

 .

ΓΡΑΦΗΜΑ - Ελλάδα, δανεισμός προς νοικοκυριά

 .

Αυτό που συμβαίνει βέβαια στη χώρα μας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εγκληματική υφεσιακή πολιτική που της επιβλήθηκε, όπως είναι οι μειώσεις των μισθών και η αύξηση των φόρων – η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την υπερχρέωση των νοικοκυριών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων, οπότε την έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών.

(β)  Όσον αφορά τώρα το διακανονισμό των πληρωμών των τραπεζών μεταξύ τους, το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν ο δανειολήπτης της τράπεζας, αυτός δηλαδή που στο παράδειγμα μας δανείσθηκε 5.000 € για να αγοράσει τα έπιπλα του, πληρώνει το κατάστημα που του τα πούλησε.

Ειδικότερα, εάν ο καταστηματάρχης έχει το λογαριασμό του στην ίδια τράπεζα Α, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα – αφού η τράπεζα κάνει απλά «συμψηφιστικές» εγγραφές μεταξύ τους, οπότε δεν χρειάζεται καθόλου να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά της κεφάλαια στην κεντρική, όπως υποχρεούται όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Αναλυτικότερα, όταν ο καταστηματάρχης έχει το λογαριασμό του σε άλλη τράπεζα, στη Β, τότε δημιουργείται μία απαίτηση της Β προς την Α – αφού οι τράπεζες δεν αποδέχονται τα λογιστικά χρήματα των άλλων τραπεζών, αλλά μόνο τα κεντρικά χρήματα. Δηλαδή, είτε μετρητά, είτε τις ρεζέρβες τους στην κεντρική.

Περαιτέρω, όλες οι εμπορικές τράπεζες διατηρούν λογαριασμούς στην κεντρική, στους οποίους έχουν τα αποθεματικά τους κεφάλαια – μέσω αυτών των λογαριασμών δε, διακανονίζουν τις μεταξύ τους πληρωμές. Φυσικά μόνο οι τράπεζες έχουν πρόσβαση στην κεντρική και όχι οι ιδιώτες – ενώ οι τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν τις ρεζέρβες τους (ελάχιστα αποθεματικά), σε μη τράπεζες.

Στα πλαίσια αυτά, η τράπεζα Α για να πληρώσει την τράπεζα Β θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, είτε να έχει ανάλογα αποθεματικά κεφάλαια στην κεντρική, είτε να δανειστεί από τη διατραπεζική αγορά τα αποθεματικά κεφάλαια κάποιας άλλης. Έναντι εγγυήσεων βέβαια και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα – με την υποχρέωση να «αγοράσει ξανά» τις εγγυήσεις πίσω, άρα να επιστρέψει τα δανεικά, σε μία προκαθορισμένη τιμή (επιτόκιο).

Αυτό δεν συμβαίνει όμως σε καθημερινή βάση, δεν διακανονίζουν δηλαδή αμέσως τους λογαριασμούς τους οι τράπεζες – δεν πληρώνει στο παράδειγμα μας η τράπεζα Α την τράπεζα Β όταν δημιουργείται η απαίτηση, αλλά μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, το ποσόν που στην πραγματικότητα χρειάζεται η τράπεζα Α δεν είναι τα 5.000 € που οφείλει – επειδή συμβαίνει το αντίθετο με την τράπεζα Β, πελάτες της οποίας έχουν το λογαριασμό τους στην τράπεζα Α.

Χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, το ποσόν που τελικά χρειάζεται η τράπεζα Α για να πληρώσει την τράπεζα Β, είναι αυτό που απομένει αφού συμψηφιστούν οι συναλλαγές των διαφόρων πελατών και των δύο τραπεζών – γεγονός που σημαίνει ότι, όσο πιο μεγάλη είναι μία τράπεζα, τόσο μικρότερες πιθανότητες έχει να πληρώσει κάποια άλλη, επειδή οι συναλλαγές της είναι περισσότερες.

Επομένως, η χρήση των χρημάτων των κεντρικών τραπεζών για την παροχή δανείων είναι πολύ μικρή τελικά – οπότε πράγματι οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν τα χρήματα από το πουθενά, μέσω του δανεισμού των πελατών τους. Αυτό σημαίνει ότι, η ισχύς τους είναι τεράστια, καθώς  επίσης η κερδοφορία τους όταν δεν έχουν επισφάλειες – αφού, εάν υπολογίσει κανείς το επιτόκιο χορηγήσεων στο 1% των χρημάτων που πραγματικά διαθέτουν, τότε μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το 500% ετησίως!

Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι η ύπαρξη αξιόχρεων οφειλετών, έτσι ώστε να αυξάνουν οι τράπεζες το δανεισμό τους, χωρίς να διακινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους – ενώ ουσιαστικά είναι υποχρεωμένες από το νόμο να δανείζουν έναντι εγγυήσεων, αφού φυσικά ελέγξουν προσεκτικά την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους (κάτι που «ατόνησε» προκλητικά τα τελευταία χρόνια, πριν το 2007). Βέβαια, αυτό που τις ενδιαφέρει δεν είναι φυσικά να κατάσχουν τις εγγυήσεις – αλλά να είναι εξασφαλισμένη η επιστροφή των χρημάτων από τους δανειολήπτες τους.

Σε κάθε περίπτωση, για να διενεργηθούν επενδύσεις δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν αποταμιεύσεις ή καταθέσεις στις τράπεζες – για τη λήψη δανείων από τους επιχειρηματίες. Το σημαντικότερο είναι να υπάρχει ζήτηση, η οποία να δημιουργεί ανάγκες νέου παραγωγικού δυναμικού – καθώς επίσης μία υγιής αγορά, στην οποία να μην διακινδυνεύουν οι τράπεζες τα δάνεια που παρέχουν.

Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν διαθέτει τίποτα από τα δύο, κυρίως λόγω της πολιτικής που της επιβλήθηκε από την Τρόικα – οπότε δεν είναι υπεύθυνη η έλλειψη ρευστότητας για την τρομακτική ύφεση που έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια, αλλά η οικονομική κατάσταση, στην οποία εξαναγκάσθηκε.

.

Επίλογος    

Ολοκληρώνοντας, η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, με την παροχή δανείων, δεν είναι προβληματική μόνο επειδή οι τράπεζες κερδίζουν τεράστια ποσά, απολαμβάνοντας το συγκεκριμένο «βασιλικό προνόμιο» – αλλά, επίσης, λόγω του ότι αυτά τα χρήματα δεν είναι επαρκώς προστατευμένα.

Ειδικότερα, επειδή τα λογιστικά χρήματα, από τεχνικής πλευράς, αποτελούν υποχρεώσεις της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της, υπάρχει κίνδυνος να καταστραφούν («καούν») στην περίπτωση της πτώχευσης της τράπεζας – όπου, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός ορισμένου αριθμού τραπεζών, απειλείται σε μεγάλο βαθμό το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας που συμβαίνει.

Επειδή δε οι τράπεζες είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό δικτυωμένες μεταξύ τους, η «πυρκαγιά» μεταφέρεται εύκολα από τη μία χώρα στην άλλη – με εξαιρετικά καταστροφικές συνέπειες. γενικότερα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη.

Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης έχει εγκαταστήσει ειδικές υπηρεσίες πιστωτικού ελέγχου, το αντικείμενο των οποίων είναι η θεσμοθέτηση κριτηρίων/κανόνων για την παροχή δανείων – καθώς επίσης η παρακολούθηση της τήρησης τους από τις τράπεζες.

Εν τούτοις, τα τελευταία τριάντα χρόνια η ευθύνη αυτή μεταφέρθηκε στις ίδιες τις τράπεζες, σε μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης στις εταιρείες αξιολόγησης, οι οποίες όμως πληρώνονται από αυτούς που ελέγχουν – γεγονός που συνιστά τη βασική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007, η οποία προκλήθηκε από το εξαιρετικά ανεπαρκές ρυθμιστικό σύστημα της λειτουργιάς των εμπορικών τραπεζών, με αποτέλεσμα να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες.

Βιβλιογραφία: G. Grunert, McLeay, H. Minsky,G. Steihardt, D.Ehnds, L. Wray

.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading