ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ

Η αδυναμία χάραξης εθνικής νομισματικής πολιτικής από τις χώρες της Ευρωζώνης χρησιμοποιήθηκε «εκβιαστικά» από την ΕΚΤ, με στόχο την πληρωμή των χρεών των ελλειμματικών χωρών προς τους διεθνείς κερδοσκόπου.

Σπάνια οι κυβερνώντες ευρίσκονται σε ένα υψηλότερο από το μέσο επίπεδο, τόσο από ηθική, όσο και από διανοητική άποψη – πολύ συχνά δε, είναι κάτω από αυτό. Θεωρώ λοιπόν καθαρή αφροσύνη να βασίζουμε όλες μας τις πολιτικές προσπάθειες επάνω στην αμυδρή ελπίδα ότι, θα πετύχουμε να έχουμε εξαιρετικούς ή, έστω, ικανούς κυβερνήτες” (K.Popper, υπέρ της άμεσης δημοκρατίας).

 

Ανάλυση

Στην Ευρωζώνη έχει ξεκινήσει ήδη μία αιματηρή μάχη, με επίκεντρο ξανά την Ελλάδα, όσον αφορά την εκδίωξη του ΔΝΤ – εν μέσω μίας παγκόσμιας οικονομικής καταιγίδας πρωτοφανών διαστάσεων (η πρώτη φορά ήταν το Δεκέμβρη του 2009).

Στα πλαίσια αυτά, το ΔΝΤ χρησιμοποιεί την ανάγκη διαγραφής μέρους του δημοσίου χρέους της χώρας μας, ως μοχλό πίεσης της Γερμανίας – η οποία ευρίσκεται πια σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α., με τον πραγματικό «εντολοδόχο» του ταμείου.

Το ΔΝΤ προσπαθεί, μεταξύ άλλων, να επιβάλλει βίαια στη Γερμανία, κατ’ επέκταση, στην Ευρώπη, την τραπεζική ενοποίηση – τη δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κτήνους κατά πολλούς, προσωρινή έδρα του οποίου είναι η Wall Street.

Την ίδια στιγμή, ορισμένοι εμφανίζονται παραδόξως αφενός μεν ως υποστηρικτές του ότι, η Ελλάδα πρέπει να συνταχθεί με το ΔΝΤ, εναντίον της Ευρώπης, αφετέρου σαν «συνήγοροι» της αξιωματικής αντιπολίτευσης – εντός της οποίας, το ρεύμα επιστροφής στο εθνικό νόμισμα γίνεται όλο και πιο ισχυρό.

Η «τάση» της αντιπολίτευσης τώρα για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, το οποίο θα έλυνε ως δια μαγείας τα προβλήματα της οικονομίας μας, συμβαδίζει με την επικρατούσα άποψη της αγγλοσαξονικής ελίτ – με τους αστέρες αμερικανούς οικονομολόγους, με τις εταιρείες αξιολόγησης, με τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες κλπ..

Αρκετοί δε Έλληνες οικονομολόγοι, οι οποίοι διαμένουν είτε στη Μ. Βρετανία, είτε στις Η.Π.Α., «σοσιαλιστικής» κυρίως ιδεολογίας, τοποθετούνται επίσης υπέρ της δραχμής – με διάφορα επιχειρήματα, τα οποία δεν θα ήταν σωστό να καταρρίψει κανείς βιαστικά ή αυθαίρετα.

Πόσο μάλλον όταν αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός το ότι, η αδυναμία χάραξης εθνικής νομισματικής πολιτικής από τις χώρες της Ευρωζώνης χρησιμοποιήθηκε εκβιαστικά από την ΕΚΤ, με στόχο την πληρωμή των χρεών των ελλειμματικών χωρών προς τους κερδοσκόπους – οι οποίοι, με τον εγκληματικό αυτό τρόπο, πληρώθηκαν με την βοήθεια της ΕΚΤ, μη αναλαμβάνοντας τα ρίσκα των ζημιογόνων επενδύσεων τους.

Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Ιρλανδία, οι δύστυχοι πολίτες της οποίας υποχρεώθηκαν να εξοφλήσουν τα χρέη των τραπεζών τους, ύψους περί τα 70 δις €, προς τους ξένους κερδοσκόπους – επειδή η ΕΚΤ εκβίασε στην κυριολεξία τη χώρα με το ότι, δεν θα στήριζε το τραπεζικό της σύστημα με το ELA (παροχή ρευστότητας), οπότε θα χρεοκοπούσε.

Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Κύπρο, η οποία συνεχίζει να υποφέρει από τις εκροές καταθέσεων, παρά τους περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων – με αποτέλεσμα να παρατείνεται ο εκβιασμός της από την ΕΚΤ, η οποία συμπληρώνει ουσιαστικά τη ρευστότητα που αφαιρείται (κυρίως από τους πολύ μεγάλους καταθέτες, οι οποίοι βρίσκουν τρόπους αποφυγής των περιορισμών).

Στην Ελλάδα βέβαια το πρόβλημα ήταν εντελώς διαφορετικό, σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης – αφού, σε αντίθεση με αυτές, είναι υπερχρεωμένος ο δημόσιος τομέας της και όχι ο ιδιωτικός. Εν τούτοις, επειδή καθυστέρησαν να ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις (για παράδειγμα, η στάση πληρωμών πριν από την εισβολή του ΔΝΤ), η Ελλάδα εκβιάσθηκε επίσης από την ΕΚΤ μέσω της (μη) παροχής ρευστότητας – ενώ μεταφέρθηκε έντεχνα το πρόβλημα από το χρηματοπιστωτικό κτήνος, στα κράτη, τα οποία μας δάνεισαν ενυπόθηκα και με αγγλικό δίκαιο.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι, τόσο οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού, όσο και οι «θιασώτες» του κομματικού σοσιαλισμού, καθώς επίσης η σταλινική αριστερά, αλλά και η ακροδεξιά, τάσσονται ομαδικά υπέρ της επιστροφής της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα – με ελάχιστες διαφοροποιήσεις.

Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν αυτοί που επιλέγουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία – τη «χρυσή μεσότητα» καλύτερα του Αριστοτέλη (όπου ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας οφείλουν να ισορροπούν μεταξύ τους, χωρίς να υπερισχύει κανένας, έτσι ώστε να μην κινδυνεύει ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η δημοκρατία, ούτε η ελευθερία των Πολιτών).

Οι τελευταίοι αυτοί υποστηρίζουν ότι, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τόσο το ευρώ, όσο η αποβιομηχανοποίηση της – στην οποία βέβαια συνέβαλλε το νόμισμα, αλλά είναι πλέον «τετελεσμένη πράξη», αποτελεί παρελθόν. Φυσικά, το έγκλημα ολοκληρώθηκε από την τεράστια διαφθορά, από την ανεπάρκεια και την ανικανότητα της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Τα γεγονότα αυτά δεν θα άλλαζαν προς το καλύτερο, απλά και μόνο με την αντικατάσταση του νομίσματος – πόσο μάλλον σήμερα, εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής και γεωπολιτικής καταιγίδας.

Οι ίδιοι θεωρούν ότι, το πρόβλημα  της Ευρώπης δεν είναι το κοινό νόμισμα αλλά, κυρίως, η Γερμανία – η οποία, με την εγωκεντρική «μερκαντιλιστική» πολιτική της των τελευταίων ετών, έχει προκαλέσει μεγάλες ευρωπαϊκές ασυμμετρίες. Πρόβλημα είναι και η ΕΚΤ, στο σημείο που χρησιμοποιείται ως όπλο τόσο από τη Γερμανία, όσο και από το χρηματοπιστωτικό κτήνος.

Τέλος υποστηρίζουν πως το καταστροφικότερο μειονέκτημα του πλανήτη είναι η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση – η οποία έχει συμβάλλει τα μέγιστα τόσο στην αποβιομηχανοποίηση της Δύσης, όσο και στην αύξηση της ανεργίας, η οποία θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό των διαφορετικών απόψεων, κάθε μία από τις οποίες έχει τη λογική της, ενώ είναι δυνατόν να εξυπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντα αυτών που την εκφράζουν, εκούσια ή ακούσια (δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ανοησία, όσο και αν δεν γίνεται παραδεκτή, όπως επίσης η άγνοια, σε σχέση με το τι θα μπορούσε πραγματικά να συμβεί), καλείται κανείς να αποφασίσει – υποθέτοντας ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει αυτά που θα επέλεγε.

Η μεγάλη δυσκολία στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη απόφαση, αλλά και η στάση αυτών, τους οποίους δεν θα συνέφερε – αφού είναι αδύνατον να ικανοποιεί τους πάντες.

Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποφάσιζε υπέρ της δραχμής και του ΔΝΤ, τότε ποια θα ήταν η συμπεριφορά της Ευρώπηςκαι, κατ’ επέκταση, της Γερμανίας απέναντι της; Είναι λογικό να αναμένει την «προστασία» της από τον εντολοδόχο του ΔΝΤ, από τις Η.Π.Α., ή μήπως θα ήταν καλύτερα να είναι πιο προσεκτική; Η έξοδος από το ευρώ δεν θα σήμαινε τη «διαιώνιση» της παραμονής της στα νύχια του ΔΝΤ, αφού διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να ανταπεξέλθει με τον εξωτερικό δανεισμό της, ακόμη και αν διαγραφόταν κάποιο μέρος του;

Από την άλλη πλευρά, εάν επέλεγε την παραμονή της στην Ευρωζώνη με κάθε θυσία, οπότε τη συνέχιση της, καταστροφικής για την οικονομία της, πολιτικής λιτότητας, η οποία της έχει επιβληθεί, παράλληλα με την μετατροπή της σε άβουλο προτεκτοράτο,ποια θα ήταν η συμπεριφορά των Η.Π.Α. απέναντι της; Θα μπορούσε να εμπιστευθεί τη Γερμανία, με την έννοια ότι, δεν θα την οδηγούσε εξευτελισμένη, εξαθλιωμένη και εντελώς λεηλατημένη, στην απόλυτη χρεοκοπία;

Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε ίσως να διαπραγματευθεί μία «βιώσιμη λύση» τόσο με το ΔΝΤ, όσο και με τη Γερμανία. Υπάρχει όμως μία τέτοια κυβέρνηση, η οποία θα ήταν ικανή να το κάνει, πείθοντας παράλληλα τους Πολίτες για την ορθότητα των απόψεων της;

Συμπερασματικά λοιπόν, δεν είναι τόσο εύκολο το δίλημμα της Ελλάδας, όσο ίσως θα ήθελαν να πιστεύουμε όλοι όσοι επιμένουν στις υποκειμενικές τους απόψεις, Αντίθετα, είναι πολύ πιο δύσκολο, από όσο φανταζόμαστε, έχοντας ακόμη περισσότερες πτυχές, από αυτές που ήδη αναφέραμε. Τι κάνει όμως μία κυβέρνηση, η οποία ευρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τόσο δισεπίλυτο πρόβλημα, αδυνατώντας να ζυγίσει σωστά τα υπέρ και τα κατά;

Δεν κάνει απολύτως τίποτα, χρησιμοποιώντας ίσως το χρόνο της στην προετοιμασία εναλλακτικών σχεδίων Β, Γ κλπ., έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένη όταν «αραιώσει η ομίχλη» ή όταν γύρει η ζυγαριά σε μία κατεύθυνση;

Περιμένει υπομονετικά να αποφασίσει τη διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους της χώρας της η Γερμανία, ενδεχομένως μετά τις εκλογές – παρά το ότι έχει διαπιστώσει ότι, οι δύο προηγούμενες διαγραφές αφενός μεν δημιούργησαν πολύ περισσότερα προβλήματα, από όσα έλυσαν, αφετέρου απαίτησαν δυσανάλογα ανταλλάγματα;

Ή μήπως προσπαθεί να λύσει εκείνα τα  προβλήματα, τα οποία δεν έχουν σχέση με τις διεθνείς συγκυρίες – όπως, για παράδειγμα, ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του κράτους, ο περιορισμός του δημοσίου χρέους με ίδια μέσα, η μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού κλπ.;

Επειδή, κατά την άποψη μας, η κυβέρνηση οφείλει να ασχοληθεί με το τελευταίο, με την επίλυση των προβλημάτων της χώρας δηλαδή, θα αναφερθούμε στη συνέχεια περιληπτικά σε δύο από αυτά –  υπενθυμίζοντας στους «ιθύνοντες» τα λόγια του Περικλή, σύμφωνα με τα οποία “Αν και μόνο ελάχιστοι μπορούν να δημιουργήσουν πολιτική, είμαστε όλοι ανεξαιρέτως σε θέση να την κρίνουμε”.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading