ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ MINSKY – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ MINSKY

Η αγορά παραγώγων κινδυνεύει να εκτροχιαστεί, παρασέρνοντας μαζί της το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ αυξάνονται οι επισφάλειες, παράλληλα με τις κερδοσκοπικές ζημίες των τραπεζών – η Κύπρος και ο τρίτος δρόμος της Ισλανδίας
.

Η γερμανική Deutsche Bank, η ιταλική Monte dei Paschi, η ισπανική Santander, η γαλλική Credit Agricole, η βελγική Dexia, καθώς επίσης πολλές άλλες μεγάλες τράπεζες διεθνώς, ανακοινώνουν ζημίες αρκετών δισεκατομμυρίων – ενώ η ολλανδική SNS Reaal, η τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, κρατικοποιείται αναγκαστικά (η ολλανδική κυβέρνηση την ενισχύει, από τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών της, με το ποσόν των 3,7 δις € – στο οποίο θα προστεθούν ακόμη 6,1 δις €, έναντι δανείων και εγγυήσεων).

«Χωρίς την κρατική βοήθεια, η τράπεζα θα χρεοκοπούσε», ανακοίνωσε ο υπουργός οικονομικών της χώρας – γεγονός που οφείλεται κυρίως στην πιστωτική φούσκα, η οποία δημιουργήθηκε στην Ολλανδία, από το τεράστιο πρόβλημα των ακινήτων που αντιμετωπίζει (ύψους άνω των 600 δις €).

Για να διατηρηθεί τώρα χαμηλή η επιβάρυνση των πολιτών (το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα αυξηθεί κατά 0,6% από τα ποσά που θα διατεθούν για τη συγκεκριμένη τράπεζα), η κυβέρνηση απαιτεί τη συμμετοχή των υπολοίπων τραπεζών στη διάσωση – με το ποσόν του 1 δις € το 2014.

Εν τούτοις, παρά την αναμφίβολα μεγάλη σημασία τους, όλα όσα ανακοινώνονται είναι απλά τα πρώτα, «αόριστα» σημάδια της κατάρρευσης, η οποία πιθανότατα θα ακολουθήσει – οι πρώτες εκρήξεις δηλαδή στο εξωτερικό περίβλημα, στην «επιδερμίδα» της γιγαντιαίας βόμβας παραγώγων, τυχόν «ενεργοποίηση» της οποίας θα απειλούσε σοβαρά ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη.

.

Ανάλυση  

Όπως έχουμε αναφέρει, ο πλέον αδύναμος κρίκος του συστήματος σήμερα είναι οι τράπεζες – τόσο οι ευρωπαϊκές, όσο και οι αμερικανικές. Οι ενέργειες διάσωσης τους από τα κράτη, με βάση τις οποίες τα τεράστια λάθη των τραπεζών επιβάρυναν τους προϋπολογισμούς και αύξησαν τα δημόσια χρέη,  αφενός μεν κόστισαν πολύ μεγάλα ποσά στους φορολογουμένους, αφετέρου δεν έλυσαν σε καμία περίπτωση το πρόβλημα – με αποτέλεσμα να έχει μείνει σχεδόν ανέπαφη η τραπεζική βόμβα μεγατόνων, στα θεμέλια πολλών οικονομιών του πλανήτη (κυρίως της Ευρώπης).

Ο πραγματικός κίνδυνος όμως για το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν προέρχεται από τις τράπεζες, με τη στενή τους έννοια, αλλά από την αγορά παραγώγων – η οποία, τα τελευταία χρόνια, έχει ξεπεράσει τα 638 τρις $, σύμφωνα με την BIS (πίνακας pdf) ή το δεκαπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ (Διάγραμμα Ι).

.

minskDiagr1

.

Η μη ελεγχόμενη αυτή αγορά, την οποία έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας, δεν απειλεί μόνο τις τράπεζες – αφού αυτός που πληρώνει για όλα, ο τελικός αποδέκτης του λογαριασμού δηλαδή, δεν είναι άλλος από τον φορολογούμενο πολίτη (με φωτεινή, μοναδική ίσως εξαίρεση την Ισλανδία).

Ειδικότερα, όπως έχει πλέον επαρκώς τεκμηριωθεί, οι ζημιογόνες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις των «συστημικών» τραπεζών, οι οποίες τις οδηγούν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αναλαμβάνονται από τα κράτη, τα οποία τις «διασώζουν» – κατ’ επέκταση από τους πολίτες τους όπου, με τη βοήθεια των φόρων και άλλων «μέτρων», μεταβιβάζεται η ιδιωτική περιουσία στο δημόσιο (παράλληλα με την εκποίηση, με τη λεηλασία καλύτερα της δημόσιας περιουσίας τους, από τις εκάστοτε κυβερνήσεις-υποχείρια των τοκογλυφικών αγορών).

Συνεχίζοντας, οι διαπραγματεύσεις των παραγώγων* (αρχικά είχαν υιοθετηθεί ως μέσον εξασφάλισης των επενδυτών), δεν γίνονται στα χρηματιστήρια, αλλά απ’ ευθείας μεταξύ των συναλλασσομένων – χωρίς να ελέγχονται δυστυχώς, σχεδόν καθόλου, από τα κράτη. Εκτός αυτού, οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να καταγράφουν τις συγκεκριμένες συναλλαγές στους Ισολογισμούς τους – με αποτέλεσμα τα τεράστιο ρίσκα, τα οποία είναι συνδεδεμένο με τα παράγωγα, να διατηρούνται κρυφά.

Ουσιαστικά λοιπόν τα ρίσκα αυτά εμφανίζονται τότε μόνο, όταν οι ζημίες είναι μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν να αναλάβουν οι τράπεζες – όπως συνέβη πρόσφατα με την ιταλική Monte dei Paschi, η οποία έχασε τεράστια ποσά από τα παράγωγα, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί (;) το κράτος να τη διασώσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι τράπεζες, έχοντας ιδιωτικοποιήσει τα κέρδη, αποφασίζουν αυθαίρετα να κοινωνικοποιήσουν τις ζημίες τους – με τη βοήθεια κάποιων διεφθαρμένων πολιτικών, ερήμην των πολιτών.

Περαιτέρω, οι συναλλαγές στα παράγωγα δεν αποτελούν μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια ορισμένων μόνο τραπεζών – αφού η αλληλεξάρτηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι τεράστια.

Ειδικότερα, εάν τυχόν η βόμβα των παραγώγων εκραγεί σε κάποια τράπεζα, «πυροδοτούμενη» από μαζικές ζημίες, έχει συνήθως δραματικά αποτελέσματα για όλες τις υπόλοιπες – μεταξύ άλλων, επειδή οι τράπεζες «συσκευάζουν» τα ρίσκα τους σε νέα «πιστωτικά προϊόντα» (όπως φάνηκε από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης του 2007), τα οποία στη συνέχεια πουλούν σε άλλες.

Επομένως, η αλυσιδωτή έκρηξη που συνήθως ακολουθεί, με την ξαφνική, μαζική απαξίωση πολλών χρηματοπιστωτικών προϊόντων (CDO’s, CDS κοκ.), είναι αφενός μεν δεδομένη, αφετέρου εξαιρετικά καταστροφική. Ακριβώς αυτός ήταν ο κύριος λόγος, για τον οποίο επιλέχθηκε η διάσωση των τραπεζών, αντί της χρεοκοπίας τους – μία διάσωση που επεκτάθηκε στα υπερχρεωμένα κράτη επειδή, τυχόν στάση πληρωμών εκ μέρους τους, θα πυροδοτούσε τη βόμβα των παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των CDS.

Φυσικά η αγορά παραγώγων θα μπορούσε να ρυθμισθεί – να ελεγχθεί δηλαδή από τα κράτη, με τη βοήθεια νέων νόμων και θεσμών. Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις διστάζουν, θεωρώντας πως οι νέοι κανόνες δεν θα ήταν αρκετά ευέλικτοι για εκείνους τους επενδυτές στα παράγωγα, οι οποίοι δεν προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό κλάδο – όπως, για παράδειγμα, οι αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν τα παράγωγα για την εξασφάλιση τους, έναντι μελλοντικών διακυμάνσεων της τιμής της κηροζίνης.

Η αντικειμενική αιτία όμως ευρίσκεται κάπου αλλού: στο ότι η πραγματική οικονομία δεν «παράγει» πλέον αρκετή ανάπτυξη, για να μπορέσει να διατηρηθεί το βιοτικό επίπεδο της Δύσης – πόσο μάλλον όταν η μέση ηλικία αυξάνεται, με αποτέλεσμα τη συνεχή γήρανση του πληθυσμού, η οποία αυξάνει το χρόνο παροχής των συντάξεων.

Τα συνταξιοδοτικά ταμεία λοιπόν, μεταξύ πολλών άλλων, τα οποία διαθέτουν τα μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια παγκοσμίως,είναι αναγκασμένα να επιδιώκουν υψηλότερη κερδοφορία, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν με τις συντάξεις – απαιτώντας από τις τράπεζες μεγαλύτερες αποδόσεις.

Οι τράπεζες, με τη σειρά τους, προσπαθούν να αυξήσουν την κερδοφορία τους με τη βοήθεια των επικίνδυνων χρηματοπιστωτικών παραγώγων – μέσω των οποίων «παράγονται» τεχνητά κέρδη, έτσι ώστε τα συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς επίσης οι μέτοχοι και οι λοιποί επενδυτές τους, να μπορούν να απολαμβάνουν μεγαλύτερες αποδόσεις.

Από τη στιγμή όμως που οι απαιτήσεις αυξήθηκαν δυσανάλογα, ενώ τα χρήματα έπαψαν να κερδίζονται πραγματικά, αλλά τεχνητά, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση – η οποία έθεσε σε λειτουργία την αλυσιδωτή διαδικασία της πυρηνικής έκρηξης των συγκοινωνούντων «χρηματοπιστωτικών δοχείων».


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading