ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ

Ανεξάρτητα από το ποιό φάρμακο προτείνουν κάθε φορά οι πολιτικοί ναυαγοσώστες της Ευρωζώνης στα κράτη και στους θεσμούς της, ο ευρωπαίος ασθενής όχι μόνο δεν αναρρώνει, αλλά αρρωσταίνει περισσότερο – με το εφιαλτικό σενάριο της διάλυσης να παραμένει ανέπαφο
.
(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

.

Υποτίθεται ότι οι πολιτικοί, εάν τα βρουν πολύ δύσκολα, κάνουν πραγματικά αυτό που πρέπει – κάτι που απαντάει στην ερώτηση, η οποία αφορά την προθυμία τους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι αρκετή η υποθετικά ανιδιοτελής προθυμία τους να κάνουν αυτό που πρέπει, έστω την ύστατη στιγμή – αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι, μπορούν να το κάνουν σωστά. 

Απλούστερα, δεν είναι αρκετό να είναι οι πολιτικοί πρόθυμοι, έντιμοι και ανιδιοτελείς – πρέπει ταυτόχρονα να είναι επαρκείς και ικανοί, για να έχουν σωστά αποτελέσματα η προθυμία, η υποθετική ανιδιοτέλεια και οι ενέργειες τους. 

Πρόσφατα όμως επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια σε σχέση με το τελευταίο – δηλαδή, με το εάν είναι επαρκείς οι πολιτικοί, καθώς επίσης εάν έχουν πράγματι τις ικανότητες. Ειδικά όσον αφορά τη ζώνη του κοινού νομίσματος υπάρχει ένα παράδειγμα, το οποίοαπεικονίζει πολύ καλά την κεντρική δυναμική και τις ιδιαιτερότητες της σημερινής Ευρώπης. 

Ειδικότερα ας φαντασθούμε ότι, όλοι οι ηγέτες της Ευρωζώνης κάθονται επάνω σε μία πρόχειρα κατασκευασμένη σχεδία, η οποία παρασύρεται από τα ορμητικά νερά ενός ποταμού – πλησιάζοντας επικίνδυνα έναν απότομο, πανύψηλο και θανατηφόρο καταρράχτη. 

Όσο πιο πολύ περιμένουν οι ηγέτες, συζητώντας ακατάπαυστα στον πύργο της Βαβέλ (Ευρωζώνη), χωρίς ουσιαστικά να κάνουν τίποτα, τόσο πιο γρήγορα κινείται η σχεδία – με αποτέλεσμα η ξέφρενη πορεία της προς το θάνατο, να μην εξαρτάται πια από την επιθυμία, καθώς επίσης από την προθυμία τους να οδηγήσουν τη σχεδία από κοινού και με  ασφάλεια στην ακτή, μακριά από τον καταρράχτη.   

Τα αποτελέσματα των ενεργειών τους λοιπόν εξαρτώνται όλο και λιγότερο από την  προθυμία τους να συνεργασθούν. Αντίθετα, όλο και περισσότερο από τις συγκυρίες, καθώς επίσης από την επάρκεια και τις ικανότητες τους – πόσο μάλλον όταν ευρίσκονται αντιμέτωποι με πανίσχυρες «φυσικές δυνάμεις» (αγορές), οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν.     

Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, η οποία κατευθύνεται όλο και πιο γρήγορα στο βάραθρο – ενώ υπάρχουν βάσιμες υποψίες, σχετικά με την ικανότητα των πολιτικών της να αποτρέψουν το μοιραίο. 

Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, όταν θα υπάρξει επιτέλους η μεταξύ τους συνεννόηση (καθώς επίσης η προθυμία να συνεργαστούν από κοινού, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες, απέναντι στον κοινό εχθρό), να μην έχουν την ικανότητα ή/και να είναι πλέον πολύ αργά, για να οδηγήσουν τη χώρα με ασφάλεια στην ακτή – ένα μάλλον τρομακτικό, αν και δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστικό σενάριο“.

.

Ανάλυση

Όπως γνωρίζουμε, υπήρξαν πρόσφατα πολλές αντιδράσεις, ακόμη και από μεγάλα ΜΜΕ, σε σχέση με ένα μέλος της ΕΚΤ, το οποίο είπε ότι, ο μέσος μικτός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 3.000 €. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα παρακάτω:

(α)  Με βάση τον προϋπολογισμό του 2012 για τη χρήση 2011, οι καθαρές αποδοχές των ΔΥ ήταν 15.228.000.000 €(εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις 2011).

(β)  Ο αριθμός των ΔΥ το 2011 ήταν 712.071 άτομα (φυσικά χωρίς τις ΔΕΚΟ, οι υπάλληλοι των οποίων δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό).

Επομένως, εάν διαιρέσει κανείς τα δύο παραπάνω νούμερα, θα καταλήξει σε ένα καθαρό μέσο μηνιαίο μισθό (ετήσιος δια του 12) ύψους 1.782 € (21.385 € ετήσια) – όταν ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, παρά το ότι δεν έχει το προνόμιο της μονιμότητας, ενώ είναι αυτός που κατασπαράζεται από το τέρας της ανεργίας, είναι κάτω από 1.000 €.

Εάν κανείς συμπεριλάβει τώρα τις κρατήσεις για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη, θα καταλήξει σε ένα μικτό μισθό, ο οποίος δεν απέχει καθόλου από αυτόν που ανέφερε το μέλος της ΕΚΤ. Αν και καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, ένα μεγάλος αριθμός ΔΥ πληρώνεται με πολύ λιγότερα χρήματα, δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε τους αριθμούς – οι οποίοι βέβαιααφορούν το μέσο μισθό, αποκλειστικά και μόνο για σύγκριση με άλλες χώρες (αφού οι μέσοι μισθοί δίνουν μία, πολλές φορές, εσφαλμένη εικόνα της πραγματικότητας, επειδή αποκρύπτουν τις πάσης φύσεως εισοδηματικές ανισότητες).

Με την τοποθέτηση μας αυτή βέβαια δεν ισχυριζόμαστε ότι, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας μας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ύψος των μισθών – εκτός εάν έχει καταδικαστεί εν αγνοία μας η Ελλάδα, στο ρόλο μίας οικονομίας παροχής φθηνών υπηρεσιών (εμπόριο, τουρισμός κλπ.), όπου πράγματι οι μισθοί θα συνιστούσαν ένα κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Στην περίπτωση λοιπόν που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και η πατρίδα μας σχεδιάζεται να εξέλθει από την κρίση ως μία ανεπτυγμένη οικονομία με βασικές βιομηχανικές δομές, όπως ήταν στο παρελθόν (πριν αποβιομηχανοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τις συνθήκες που επικράτησαν στην Ευρωζώνη – ευρωπαϊκές ασυμμετρίες), τότε η μείωση των μισθών δεν θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της – αντίθετα, θα επιδεινώσει ακόμη πιο πολύ την ύφεση, λόγω των μειωμένων καταναλωτικών δαπανών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον καμία ελπίδα σωτηρίας.

Εν τούτοις, οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση, κατά το γερμανικό πρότυπο (Agenda 2010), συστήνονται ανεπιφύλακτα στη χώρα μας, όπως επίσης στα υπόλοιπα κράτη του Νότου – σαν μία μέθοδος, με τη βοήθεια της οποίας η Γερμανία κατόρθωσε να καταπολεμήσει την ανεργία, να αναπτυχθεί και να ξεφύγει από την ύφεση του 2008 (παραδόξως δεν απαιτήθηκε απόλυτα από την αγγλοσαξονική Ιρλανδία – όπου επιτράπηκαν οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, με τη βοήθεια των οποίων αφενός μεν δεν εμποδίστηκε η εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων, αφετέρου συνέχισαν να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές της).

Είναι όμως πράγματι έτσι ή μήπως οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση στη Γερμανία (πάγωμα μισθών ουσιαστικά και περιορισμός του κοινωνικού κράτους), είχαν σαν αποτέλεσμα κυρίως μία εισοδηματική ανισότητα, καθώς επίσης μία ανάπτυξη, στηριγμένη αποκλειστικά και μόνο στις εξαγωγές;

Εάν εφαρμοζόταν αυτή η μέθοδος (πολιτική λιτότητας) σήμερα εκ μέρους όλων των ασθενέστερων οικονομιών, δεν θα έπρεπε οι υπόλοιπες χώρες (Βορράς) να αποδεχθούν ελλείμματα στο εμπορικά τους ισοζύγια, να εισάγουν δηλαδή και να καταναλώνουν περισσότερα από το Νότο εξάγοντας λιγότερα, έτσι ώστε να έχουν πλεονάσματα τα κράτη του Νότου; Δεν θα όφειλε σε τελευταία ανάλυση να χρεώνεται ο Βορράς, για να εξοφλάει ο Νότος; Υπάρχει όμως αυτή η προθυμία;

Εκτός αυτού, δεν θα έπρεπε να αποδεχθούν οι χώρες του Νότου τις εισοδηματικές ανισότητες (αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων, μείωση των εισοδημάτων των φτωχών), κατά το γερμανικό «πρότυπο»; Όταν όμως τα κυριότερα προβλήματα τους είναι η γραφειοκρατία, το φορολογικό και το επιχειρηματικό πλαίσιο, πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει η ζητούμενη πολιτική λιτότητας;

Μήπως προσπαθεί απλά να κερδίσει χρόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα η Γερμανία (ενδεχομένως για την έξοδο της από την Ευρωζώνη, εάν δεν πετύχει να κυριαρχήσει απολυταρχικά σε όλες τις χώρες), εισπράττοντας ταυτόχρονα τις τεράστιες απαιτήσεις της από τα αδύναμα κράτη-οφειλέτες της; Είναι ίσως η Γερμανία και οι τεράστιες καταθέσεις των Πολιτών της (περί τα 5 τρις €) ο τελικός στόχος των αγορών; Άλλωστε, οι Γερμανοί Πολίτες δεν ήταν αυτοί που κυρίως «ληστεύτηκαν», με τη βοήθεια της χρεοκοπίας της Lehman Brothers;

Αρκετές οι απορίες λοιπόν, οι οποίες συνδέονται με την (αποτυχημένη) πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στις χώρες του Νότου – με μία από τις απαντήσεις να ευρίσκεται στην ανάλυση του γερμανικού μοντέλου, γνωστού ως Agenda 2010.

To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading