ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ

Ο οικονομικός λαϊκισμός, η ελληνική παραλλαγή του, οι δύο βασικοί τομείς δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων, τα στάδια του δράματος, η «αποκαθήλωση» του ευρώ και η κυβερνητική αισιοδοξία.

Πριν ακόμη αναφερθούμε στα διάφορα στάδια, μέσα από τα οποία οδηγήθηκε η χώρα μας στο ΔΝΤ, έχοντας ουσιαστικά απολέσει την ανεξαρτησία της (αφού δεν έχει πλέον τη «ρεαλιστική» δυνατότητα «φυσιολογικού» δανεισμού της από τις «αγορές», ενώ δεν αποφασίζει μόνη της για το μέλλον των Πολιτών της), θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναφερθούμε στον «οικονομικό λαϊκισμό» – για τον οποίο κατηγορείται έντονα η Ελλάδα, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε προηγουμένως ότι, η πρόσφατη ανακοίνωση της Ελλάδας για μία νέα προσφυγή στις «αγορές» τον Ιούλιο (ομόλογα ύψους 4,8 δις €), πιθανόν να πηγάζει από τις αμφιβολίες που έχουν δημιουργηθεί, σε σχέση με το «πακέτο» των 80 δις € της ΕΕ. Όπως έγινε γνωστό, υφίσταται «ρήτρα», σύμφωνα με τη οποία ο ευρώ-δανεισμός παύει να ισχύει, εάν κριθεί «άκυρος» από τα δικαστήρια των χωρών-μελών της Ευρωζώνης ή από το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό. Σε μία τέτοια περίπτωση, η χώρα μας θα πρέπει να αρκεσθεί στη «βοήθεια» του ΔΝΤ, ανταποκρινόμενη φυσικά πλήρως στις όποιες απαιτήσεις του.

Ο «λαϊκισμός» τώρα ορίζεται σαν μία «πολιτική φιλοσοφία», η οποία υποστηρίζει τα λαϊκά δικαιώματα, καθώς επίσης τη λαϊκή κυριαρχία – συνήθως απέναντι σε μία προνομιούχα άρχουσα τάξη. Κατά την άποψη πολλών, ο «οικονομικός λαϊκισμός» είναι μία αντίδραση ενός εξαθλιωμένου λαού, σε μία αποτυχημένη κοινωνία – μία κοινωνία δηλαδή, η οποία χαρακτηρίζεται από μία άρχουσα τάξη, η οποία θεωρείται «τάξη των καταπιεστών» (Greenspan). Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, ο «λαός» εν προκειμένω ορίζεται σαν μία άμορφη, μη συνεκτική μάζα ιδιοτελών, μη αλληλέγγυων ανθρώπων, η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το σύνολο των ανεξάρτητων, «εκπαιδευμένων» και συνειδητών Πολιτών, το οποίο χαρακτηρίζει μία συνεκτική, δυναμική, δημοκρατική κοινωνία.

Περαιτέρω, υπό καθεστώς «οικονομικού λαϊκισμού», η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων, αγνοώντας εντελώς τόσο τα ατομικά δικαιώματα, όσο και την οικονομική πραγματικότητα – σε σχέση με το πως ο πλούτος ενός έθνους μπορεί να αυξηθεί ή, έστω, να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο Δηλαδή, οι συνήθως αρνητικές οικονομικές συνέπειες των χρησιμοποιουμένων μεθόδων αγνοούνται, είτε εκούσια, είτε κατ’ ανάγκη – ενώ ο λαϊκισμός είναι πιο εμφανής σε κοινωνίες με υψηλά επίπεδα ανισότητας στα εισοδήματα.

Συνεχίζοντας, ο «οικονομικός λαϊκισμός» επιζητεί τη μεταρρύθμιση – όχι βέβαια την επανάσταση. Οι «απολογητές» του, οι εκάστοτε «λαϊκιστικές» κυβερνήσεις δηλαδή, είναι εντελώς σαφείς, σχετικά με τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν αλλά, ταυτόχρονα, οι «συνταγές» που προτείνουν είναι εξαιρετικά ασαφείς – ως επί το πλείστον σκόπιμα. Σε πλήρη αντίθεση με τον καπιταλισμό ή το σοσιαλισμό (με τον κομμουνισμό επίσης), ο οικονομικός λαϊκισμός δεν ασχολείται σοβαρά με οποιαδήποτε ανάλυση των συνθηκών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία πλούτου και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου – αρκούμενος σε λόγια, χωρίς πράξεις.

Οι «λαϊκιστές» ηγέτες προσφέρουν γενικά σαφείς υποσχέσεις για τη «θεραπεία» πραγματικών ή φανταστικών αδικιών, όπου η αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης η τιμωρία της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης, η οποία «κλέβει τους φτωχούς», αποτελούν τα συνήθη «μέσα» επίλυσης των πάντων. Η «δικαιοσύνη» είναι άλλο ένα ζητούμενο, παρουσιαζόμενη με μία αναδιανεμητική ή «εκδικητική» μορφή, ενώ μία καθαυτό δημοκρατική διαδικασία ευρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων.

Φυσικά ο «οικονομικός λαϊκισμός» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, δεν δείχνει την τάση να υποχωρεί όταν αποτυγχάνει επανειλημμένα, ενώ «φαντασιώνεται» έναν πιο ευθύγραμμο, έναν απλούστερο δηλαδή και «συμμετρικό» κόσμο. Τέλος, οι «αρχές» του είναι μάλλον «πρωτόγονες», βασιζόμενες στο κράτος-μητέρα, το οποίο οφείλει να κάνει τα πάντα για τους υπηκόους-παιδιά του, χωρίς να απαιτεί ουσιαστικές ενέργειες εκ μέρους τους – σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες της Οικονομίας, «εγκυμονώντας» συχνά τον ολοκληρωτισμό.

 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ»  

Επικεντρωνόμενοι στη χώρα μας, διαπιστώνουμε αρκετές φορές πως, αντί να αναλύουμε διεξοδικά τα υπαρκτά, διαχρονικά, μεγάλα  προβλήματα του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων (τα οποία οφείλονται κυρίως στη διαρκώς μειούμενη ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας μας, όπως φαίνεται από το Ισοζύγιο στον Πίνακα Ι), αναλωνόμαστε στην αναζήτηση μίας βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης των «λειτουργικών» ζημιών του κράτους μας –  μεταθέτοντας την επίλυση του πραγματικού προβλήματος, τη δημιουργία πλεονασμάτων δηλαδή, στο μέλλον.

Πίνακας Ι: Δείκτες της ελληνικής οικονομίας, σε ποσοστά

Περίοδοι

Ανάπτυξη %

Ανεργία %

Πληθωρισμός %

Ισοζύγιο %

1975-1979

5,34

1,92

13,96

0,96

1980-1984

-0,22

5,36

21,10

0,28

1985-1989

1,76

6,76

17,58

-1,44

1990-1994

0,84

7,78

16,06

-0,94

1995-1999

2,98

10,28

5,92

-2,92

2000-2004

4,56

10,48

3,90

-11,82

2005-2008

3,58

8,70

3,55

-12,15

Πρόβλεψη 2010*

-4,00

14,00

7,00

-15,00

Πηγή: ΕΕ 2009

* Β. Βιλιάρδος (εάν στην ύφεση –4% που υπολογίζεται από το ΔΝΤ για το 2010 προσθέσει κανείς την αύξηση των τιμών κατά περίπου 8% λόγω των φόρων, τότε η ύφεση αγγίζει το -12%).

Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα «ενοχλητικό», αφού ουσιαστικά γνωρίζουμε τα λάθη μας, ενώ οι ενέργειες διόρθωσης τους («μέτρα» του ΔΝΤ) είναι προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση – οδηγώντας μας με μαθηματική ακρίβεια στην αναδιάρθρωση του χρέους, στη «λεηλασία» του πλούτου της χώρας μας, στην καταστροφή της μεσαίας τάξης, καθώς επίσης στην εξαθλίωση του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων.

Για παράδειγμα, διακρίνοντας δύο είδη επιχειρήσεων στη χώρα μας, γνωρίζουμε με απόλυτη σαφήνεια ότι, η πρώτη ομάδα αποτελείται από τις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα (δημόσιος τομέας, μέρος των κλάδων της οικοδομής και των υπηρεσιών), ενώ η δεύτερη δραστηριοποιείται στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Επίσης διαπιστώνεται ότι (Πίνακας ΙΙ), το 80% σχεδόν του συνολικού ΑΕΠ μας προέρχεται από τις υπηρεσίες, με την ευρύτερη έννοιά τους.

Πίνακας ΙΙ: Σύσταση του συνολικού ΑΕΠ της Ελλάδας (213 δις €, χωρίς την «αναπροσαρμογή» του 2006)

Κατηγορίες Σε ποσοστά του ΑΕΠ
Χονδρικό και λιανικό εμπόριο

33,50

Χρηματοπιστωτική και κτηματική δραστηριότητα

19,80

Τουρισμός

18,00

Λοιπές Υπηρεσίες

8,60

Βιομηχανία συμπεριλαμβανομένης ενέργειας

11,80

Οικοδομική βιομηχανία

4,50

Γεωργία, Κτηνοτροφία, Αλιεία

3,80

ΣΥΝΟΛΟ

100%

Πηγή: ΕΣΥΕ, Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Περαιτέρω είναι σαφές ότι, η πρώτη «ομάδα» επιχειρήσεων δεν υφίσταται πίεση από το διεθνή ανταγωνισμό, αφού λειτουργεί μόνο «εντός των συνόρων»  – οπότε μπορεί να επιβαρύνει εύκολα τις τιμές πώλησης της με τις αυξήσεις του κόστους, οι οποίες πηγάζουν από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας μας. Για παράδειγμα, μία καφετέρια στην Αθήνα έχει τη δυνατότητα να χρεώνει τον καφέ 4 €, παρά το ότι το ίδιο προϊόν σε μία καφετέρια της Ιταλίας κοστίζει μόλις 1,5 €.

Αντίθετα, η δεύτερη «ομάδα», η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του δευτερογενούς τομέα (μεταποίηση), καθώς επίσης σημαντικό μέρος των υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές κλπ), δεν έχει τη δυνατότητα να επιρρίψει τις αυξήσεις του «ελληνικού κόστους» στις τιμές, επειδή ευρίσκεται κάτω από την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού (η διεθνής ανταγωνιστικότητα είναι μία πολυσύνθετη έννοια, η οποία σχετίζεται με την παραγωγικότητα, τις τιμές, το κόστος παραγωγής, την ποιότητα των προϊόντων, την τεχνολογική ανάπτυξη, τη γραφειοκρατία, τα επενδυτικά κίνητρα, τα αντικίνητρα κλπ).

Έτσι διαπιστώνουμε ότι, ακόμη και οι ελληνικές εξαγωγικές βιομηχανίες, προτιμούν να πουλούν τα προϊόντα τους εντός Ελλάδας, επειδή έχουν τη δυνατότητα να τα χρεώνουν ακριβότερα. Πόσο μάλλον όταν, η καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων είναι σε μεγάλο βαθμό «συμπλεγματική», αφού σπάνια αναζητούμε την καλύτερη δυνατή τιμή αγοράς, θεωρώντας ότι έτσι «υστερούμε» συγκριτικά – εμφανιζόμενοι φτωχότεροι, σε σχέση με το άμεσο περιβάλλον μας, οπότε λιγότερο ικανοί. Για παράδειγμα, αρκετές οινοβιομηχανίες της χώρας μας, πολλά χρόνια πριν, αναρωτιόταν γιατί να πουλήσουν τη φιάλη κρασιού στην Ολλανδία προς 2 €, όταν είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν το ίδιο ακριβώς προϊόν στην Αθήνα, έναντι 5 €.

Στη Γερμανία αντίθετα, τα κέρδη των επιχειρήσεων από την εσωτερική αγορά, είναι κατά πολύ χαμηλότερα, σε σχέση με τα αντίστοιχα στις εξαγωγές, επειδή οι καταναλωτές εκεί είναι εξαιρετικά προσεκτικοί (μη «συμπλεγματικοί»), όσον αφορά τις τιμές των προϊόντων που αγοράζουν. Για παράδειγμα, τα καθαρά κέρδη της Lidl στη Γερμανία, δεν ξεπερνούσαν πρόσφατα το 1%, ενώ στην Ελλάδα υπερέβαιναν το 5%. Κατ’ επέκταση, οι γερμανικές επιχειρήσεις επικεντρώνονται στις εξαγωγές, με ευεργετικά αποτελέσματα για το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας τους.

Συμπερασματικά λοιπόν, τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, έχουν οδηγηθεί «υποχρεωτικά» στην πρώτη ομάδα επιχειρήσεων (δημόσιο, οικοδομή, εστιατόρια, καφετέριες κλπ), με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται διαρκώς το ισοζύγιο μας, όπως επίσης να διαστρεβλώνεται η Οικονομία μας – χάνοντας και τα τελευταία υπολείμματα της ανταγωνιστικότητας της.

Παρ’ όλα αυτά, αντί να μειωθεί το εργατικό κόστος στη δεύτερη ομάδα από την «κυβέρνηση» μας (χωρίς να σημαίνει ότι επικροτούμε μία τέτοια ενέργεια, αφού οι μισθοί στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ, ενώ τυχόν περιορισμός τους δεν επιλύει το πρόβλημα), μειώνεται στην πρώτη – ειδικότερα στο δημόσιο, το οποίο δεν είναι εκτεθειμένο στο διεθνή ανταγωνισμό. Προφανώς, η σωστή «θεραπεία» θα ήταν η μείωση των υπεράριθμων απασχολουμένων του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των επιχειρήσεων της δεύτερης ομάδας, έτσι ώστε να απορροφηθεί η ανεργία, ταυτόχρονα με την επίτευξη υψηλότερης ανταγωνιστικότητας.

Τα ότι λοιπόν συνεχίζουμε να λειτουργούμε «αντισυμβατικά», εκτός των ορίων της κοινής λογικής δηλαδή, μάλλον ενδυναμώνει την κριτική περί «οικονομικού λαϊκισμού» – ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει τους φόβους εκείνων, οι οποίοι  πιστεύουν ότι οδηγούμαστε είτε στην καταστροφή, είτε στην «αποικιοποίηση».


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading