Η άλωση της Βραζιλίας – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η άλωση της Βραζιλίας

Οι αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στην «παρακμή», η είσοδος του ΔΝΤ, η εφαρμογή του «διαρθρωτικού» προγράμματος του συνδίκου, τα αποτελέσματα του, καθώς επίσης τα διδάγματα για την Ευρώπη και την Ελλάδα

(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

.

Όταν μία αντιπροσωπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «επισκέπτεται» μία χώρα, θέτοντας σαν προϋπόθεση για την εκχώρηση δανείων τον περιορισμό των κοινωνικών και λοιπών δαπανών, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που θα προκαλούσε ένας βομβαρδισμός εκ μέρους του ΝΑΤΟ. Το ΔΝΤ απαιτεί το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και βιομηχανιών, με ένα πολύ χαμηλότερο κόστος «εισβολής» για τη Δύναμη που εκπροσωπεί, από αυτό που θα είχε ο ανελέητος βομβαρδισμός των νοσοκομείων, των σχολείων και των βιομηχανιών – όπως στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Το αποτέλεσμα όμως, για τη χώρα «υποδοχής» του, είναι σχετικά το ίδιο: Η απόλυτη καταστροφή της” (M.Chossudovsky).

.

Το σημαντικότερο όπλο που διαθέτει το ΔΝΤ είναι το ΜΑΙ (Multilateral agreement of investments). Η υπογραφή κάτω από το συγκεκριμένο «συμβόλαιο», έχει σαν αποτέλεσμα την οικονομική καταστροφή – την ολοκληρωτική «άλωση» καλύτερα της χώρας που το αποδέχεται. Το ΜΑΙ ήταν μία διεθνής συμφωνία, μεταξύ των πολυεθνικών ομίλων, των χωρών του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία, παρά το ότι δεν έγινε επίσημα αποδεκτή, μετά τη σθεναρή «αντίσταση» της Γαλλίας (1998), χρησιμοποιείται «εν μέρει» από τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη.

Το ΜΑΙ, στη μορφή που συζητήθηκε, με τη συμμετοχή 450 εκπροσώπων πολυεθνικών επιχειρήσεων, θα είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας των κρατών που θα το αποδέχονταν. Μεταξύ άλλων, προέβλεπε τη μετατροπή των κρατικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων, σε ιδιωτικές μονοπωλιακές των εκάστοτε ομίλων που θα τις εξαγόραζαν – χωρίς δημοκρατικούς ελέγχους και περιορισμούς.

.

Ανάλυση

Ανεξάρτητα από την παραπάνω γενική «περιγραφή» του «συνδίκου του διαβόλου» από τον γνωστό Καναδό οικονομολόγο και σε σχέση με τη Βραζιλία, το σημαντικότερο πρόβλημα, το οποίο την οδήγησε στα «δίχτυα» του ΔΝΤ, ήταν το υψηλό έλλειμμα στο «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών» – δηλαδή, το αρνητικό αποτέλεσμα των εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο (το οποίο φυσικά εκμεταλλεύθηκαν δεόντως οι κερδοσκόποι).

Ειδικότερα, ενώ το 1997 οι εισαγωγές της Βραζιλίας ήταν αξίας 61,4 δις $, οι εξαγωγές της έφταναν μόλις στο ύψος των 53 δις $ (fob). Αυτό σημαίνει ότι, εξάγονταν εμπορεύματα κατά 8,4 δις $ λιγότερα από αυτά που εισάγονταν – στις υπηρεσίες, η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη, πλησιάζοντας τα 27,3 δις $.

Περαιτέρω, η Βραζιλία δεν είχε ανέκαθεν πρόβλημα με το ισοζύγιο της, αφού είναι ένα από τα πλουσιότερα κράτη στον κόσμο – όσον αφορά τα ορυκτά, τα φυσικά και τα ενεργειακά αποθέματα της. Το «έλλειμμα» εμφανίσθηκε μετά την υιοθέτηση του προγράμματος σταθερότητας (Plano Real) από την κυβέρνηση της το 1994, το οποίο είχε κύριο στόχο την καταπολέμηση του υπερπληθωρισμού που «μάστιζε» για πολλά χρόνια την οικονομία της. Το πρόγραμμα σταθερότητας, βασισμένο στην εισαγωγή ενός νέου νομίσματος (Real) με ανώτατη ισοτιμία απέναντι στο δολάριο το 1Real=1$, σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων που αποφάσισε η νεοεκλεγείσα τότε, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της, συνετέλεσε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών – με αποτέλεσμα την εισροή ξένων κεφαλαίων στο εσωτερικό της.

Αναλυτικότερα, για να μπορέσει μία χώρα να εξισορροπήσει τα οικονομικά μεγέθη της, χωρίς να υποτιμήσει το νόμισμα της, θα πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλίσει θετικό «Ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών» – δηλαδή, οφείλουν να «εισρέουν» περισσότερα κεφάλαια στη χώρα, από αυτά που την εγκαταλείπουν. Έτσι, παρά το ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου της Βραζιλίας αυξανόταν συνεχώς (από -1,7 δις $ το, 1994 στα -33,4 δις $ το 1997), η είσοδος των νέων κεφαλαίων, το θετικό δηλαδή Ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, εξισορροπούσε τη διαφορά. Το νόμισμα της όμως κυμαινόταν αρκετά έντονα, μετά την μία και μοναδική ανατίμηση του (λόγω της αθρόας αρχικά εισόδου νέων κεφαλαίων στη χώρα), όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:

.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Διακύμανση τιμών του νέου νομίσματος της Βραζιλίας

Ημερομηνία Ισοτιμία Αιτίες
Ιούλιος 1994 1 $ = 1 Real Εισαγωγή του νέου νομίσματος
Σεπτέμβριος 1994 1 $ = 0,86 Real Ανατίμηση 0,83-0,86 λόγω εισροής  κεφαλαίων
06.03.1995 1 $ = 0,90 Real Υποτίμηση 0,86 – 0,90 λόγω Μεξικανικής κρίσης
10.03.1995 1 $ = 0,93 Real Υποτίμηση 0,88 – 0,93 λόγω κερδοσκοπίας
30.01.1996 1 $ = 1,06 Real Υποτίμηση 0,97 – 1,06 λόγω Ισοζυγίου
30.11.1998 1 $ = 1,22 Real Υποτίμηση 1,12 – 1,22 λόγω Ασιατικής κρίσης

Πηγή: M.Heiden

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

.

Μερικά χρόνια όμως αργότερα (1998), το διεθνές κεφάλαιο έχασε γενικά την εμπιστοσύνη του στις αναπτυσσόμενες αγορές (Emerging Markets) – αμέσως μετά την ασιατική κρίση των «τίγρεων», καθώς επίσης τη Ρωσική, η οποία την ακολούθησε. Οι επενδυτές, παραλληλίζοντας τα μακροοικονομικά μεγέθη της Βραζιλίας με αυτά των «Ασιατικών Τίγρεων», διαπίστωσαν ξαφνικά ότι υπήρχαν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους.

Η εμπιστοσύνη χάθηκε εντελώς, όταν οι αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης «υποτίμησαν» τη Βραζιλία, κατά τη γνωστή «επιθετική τακτική» τους – η οποία συνήθως ακολουθεί την «επέλαση» των κερδοσκόπων συναλλάγματος (Hedge funds), τους οποίους αντικαθιστούν (και διασώζουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια) οι μαύροι ιππότες του ΔΝΤ.

Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια της γενικότερης κρίσης, οι επενδυτές απέσυραν μαζικά τα χρήματα τους από τη χώρα – με αποτέλεσμα να μειωθούν τα συναλλαγματικά της αποθέματα, μέσα σε τρείς μόλις μήνες, κατά περίπου 27 δις $. Εάν συνεχιζόταν ο ρυθμός αυτός, η κυβέρνηση της χώρας δεν θα μπορούσε πια να διατηρήσει την υφιστάμενη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της, απέναντι στο δολάριο. Πόσο μάλλον αφού η κεντρική τράπεζα της Βραζιλίας, παρά το ότι αύξησε τα επιτόκια στο 49,75% για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια, δεν κατάφερε τελικά να εμποδίσει την εκροή του συναλλάγματος (μέχρι τον Ιανουάριο του 1999, σχεδόν μηδενίσθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της).

Η ριζική υποτίμηση του νομίσματος (Real) θεωρήθηκε ασύμφορη ενέργεια, όχι μόνο λόγω του κινδύνου της επανεμφάνισης του υπερπληθωρισμού, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση του χρέους των επιχειρήσεων που είχαν οφειλές σε συνάλλαγμα, αλλά και επειδή θα μειωνόταν ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών (εκτός του ότι ουσιαστικά «απαγορεύθηκε» από το ΔΝΤ για τους πρώτους μήνες).

Φυσικά, αυτή η ενέργεια της κεντρικής τράπεζας ζημίωσε σε μεγάλο βαθμό την «πραγματική» οικονομία, αφού συνετέλεσε στο να «ακριβύνουν» τα επιτόκια σε ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική αγορά της Βραζιλίας – με αποτέλεσμα να μειωθεί η ιδιωτική κατανάλωση, να γίνουν ασύμφορες οι επενδύσεις και να διογκωθεί το δημόσιο χρέος (λόγω των υψηλών τόκων, με τους οποίους επιβαρυνόταν το κράτος).

.

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Αναζητώντας λύση στα προβλήματα της η Βραζιλία, η 8η μεγαλύτερη Οικονομία του πλανήτη, «αναγκάσθηκε» να αποδεχθεί τη «βοήθεια» του ΔΝΤ (δέκα σχεδόν μήνες μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου του Sao Paulo, τον Ιανουάριο του 1998), το οποίο της εξασφάλισε χρηματοδότηση ύψους 42,6 δις $ – προερχόμενη από το ίδιο (ΔΝΤ), από τις βιομηχανικές χώρες (G7), από την Παγκόσμια Τράπεζα και από την αμερικανική IADB. Φυσικά, το ΔΝΤ ενέκρινε τη «βοήθεια» πολύ αργότερα από τη στιγμή που αναζητήθηκε, όταν πλέον η Βραζιλία δεν είχε καμία άλλη επιλογή, ευρισκόμενη αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία (διαφορετικά δεν θα μπορούσε να επιβάλλει τους απίστευτους όρους του).

Έναντι αυτής της βοήθειας, η κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα εξοικονόμησης πόρων, περιορίζοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού της από το 8,1% του ΑΕΠ το 1998, στο 4,7% το 1999 – ήτοι κατά 3,4% μέσα σε ένα έτος. Για να μπορέσει δε να επιτύχει κάτι τέτοιο, ο υπουργός οικονομικών παρουσίασε ένα πρόγραμμα (ajuste fiscal), το οποίο προέβλεπε αυξήσεις φόρων, μειώσεις των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης την αναμόρφωση του κρατικού συστήματος συντάξεων.

Η κυβέρνηση της Βραζιλίας, «μεταφέροντας» τη συμφωνία με το ΔΝΤ στους Πολίτες της χώρας, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η οικονομική πολιτική των επομένων ετών θα ήταν κυρίως προς όφελος των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων (πηγή: M.Heiden). Εν τούτοις, σύμφωνα με το οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε, το 40,5% των συνολικών μειώσεων του προϋπολογισμού αφορούσε τον κοινωνικό τομέα – δηλαδή, οι δαπάνες για την Υγεία όφειλαν να περιορισθούν κατά -6,6% εντός ενός έτους, οι δαπάνες για την Παιδεία κατά -12,3% και τα έξοδα για την «αναμόρφωση» της γεωργίας κατά –47,1% – στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, οι μειώσεις ήταν της τάξης του -47,4%.

Ένας από τους βασικούς πυλώνες του περιορισμού των δαπανών στον κοινωνικό τομέα, ήταν το πρόγραμμα που εγγυόταν ένα ελάχιστο κρατικό εισόδημα, στις οικογένειες χωρίς καθόλου οικονομικούς πόρους. Ο αριθμός των οικογενειών, οι οποίες θα λάμβαναν την ελάχιστη οικονομική βοήθεια το 1999, έπρεπε να μειωθεί δραστικά – από τις 14,8 εκ. οικογένειες το 1998, στις 2,5 εκ. οικογένειες το 1999 (δηλαδή, από 12.300.000 οικογένειες αφαιρέθηκε εντελώς το κρατικό επίδομα, αναγκάζοντας τες να καταλήξουν στο δρόμο)

Ένα δεύτερο σημαντικό «συστατικό» του προγράμματος της κυβέρνησης, ήταν η  αναμόρφωση του συστήματος των κρατικών συντάξεων, όπου τα 16,5 εκ. των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα εισέπρατταν το 48% των συνολικών συντάξεων – ενώ τα 2,8 εκ. των συνταξιούχων του δημοσίου τομέα εισέπρατταν το 52% των συνολικών συντάξεων. Το ύψος των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων δηλαδή, ήταν σχεδόν εξαπλάσιο, από το αντίστοιχο των ιδιωτικών υπαλλήλων – μία τεραστίου μεγέθους «στρέβλωση» του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας, ως συνήθως προς όφελος του δημοσίου τομέα.  

Ένα τρίτο «μέτρο» ήταν οι αποδέσμευση των μισθών όλων των εργαζομένων από τον ετήσιο τιμάριθμο, με την αιτιολογία ότι «αναθέρμαιναν» τον πληθωρισμό, καθώς επίσης η μαζική απόλυση δημοσίων υπαλλήλων: «Ένα αναγκαίο κακό», σύμφωνα με την τότε κυβέρνηση, «με στόχο τη μείωση των δαπανών – πόσο μάλλον αφού η αυξημένη ανεργία, περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις».

To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading